
Η οικογένεια καταρρέει στην τρέλα της οδύνης. Η 10χρονη Τζάκετ νιώθει ότι ευθύνεται για τον χαμό του, οι ενοχές τη συντρίβουν. Η θλίψη βαριά, άρρητη, πνιγηρή, τη διαλύει. Σπαράζει μέσα στη σιωπή χωρίς να ανακουφίζεται. Ενισχύει το έξω, το δέρμα, για να κρατήσει ενωμένα τα εσωτερικά θραύσματα φορώντας ένα βρόμικο κόκκινο πανωφόρι το οποίο αρνείται να αποχωριστεί. Τα μέλη της οικογένειάς της ζουν σαν σκιές. Ο αδελφός της, ο Ομπε, σκοτώνει μικρά ζώα και θρέφει σκοτεινές επιθυμίες που περιλαμβάνουν ακόμη και τις ίδιες του τις αδελφές.
Πώς αντέχει ένα παιδί όταν όλα σκοτεινιάζουν, γίνονται νύχτα και ο χρόνος δυσφορεί; Το κείμενο σκληρό, ωμό, σχεδόν αποτρόπαιο. Η γλώσσα συγκλονιστικά σωματική. Αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι ξυπόλυτος σε ένα χωράφι με αγκάθια, αλλά δεν εγκαταλείπεις, συνεχίζεις να βαδίζεις ως το τέλος με τα αγκάθια καρφωμένα στα γυμνά σου πόδια.
«Σιωπή. Μόνο η βία μέσα μου κάνει θόρυβο. Και μεγαλώνει, μεγαλώνει κι αυτή σαν τη λύπη. Μια διαφορά έχουν: η λύπη θέλει περισσότερο χώρο, η βία όμως τον κατακτά. Αφήνω την πεθαμένη πεταλούδα να πέσει από το χέρι μου στο χιόνι. Σπρώχνω λίγο χιόνι πάνω της με τη γαλότσα μου: παγωμένος τάφος».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ