
Στο βιβλίο του «Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα», η γραφή του διαπνέεται από μία μοναδική γλυκύτητα και ειρωνεία, φέρνοντας στην επιφάνεια τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης με τρόπο που σε αγγίζει βαθιά. Ο τρόπος που χτίζει τις σχέσεις, τα συναισθήματα και τις προσδοκίες των ηρώων του τον καθιστά έναν από τους πιο αγαπητούς και ενδιαφέροντες συγγραφείς της ελληνικής λογοτεχνίας.
-Πώς διαμορφώνεται η σχέση μεταξύ των αδελφών Γαργάρα, Φιλοθέης και Μαγιοπούλας, και ποιον ρόλο παίζουν η οικογενειακή δυναμική και η αλληλεπίδραση των χαρακτήρων στην εξέλιξη της πλοκής;
Υποτίθεται πως οι Γαργαραίοι είναι μία φτωχή οικογένεια, αλλά δεν είναι μόνο οικονομικό το ζήτημα. Η φτώχεια της κυρίως προέρχεται από τις καταστάσεις που διαμόρφωσαν οι μεταξύ τους σχέσεις. Μόνο τα δύο κορίτσια, και ειδικά η Φιλοθέη, η μεγαλύτερη, έχει όραμα, στόχο και επενδύει σε ψευδαισθήσεις και όνειρα. Προϋπόθεση για όλα να βρεθεί στην Αθήνα και να της δοθεί ολόψυχα. Οι υπόλοιποι υποφέρουν με τις νευρώσεις τους και τα κενά της ζωής τους. Μάλιστα αντιπροσωπευτικοί είναι οι στίχοι ενός δημοτικοφανούς τραγουδιού, που ερμηνεύει ο Χυλοπίτας, ένας τραγουδιστής των πανηγυριών.
«Από μητέρα ορφανός
κι από πατέρα νόθος,
στο τέλος έγινα οδηγός
στο λεωφορείο ο πόθος…»
-Η περιγραφή της Ροδόσταμης ως μίας κωμόπολης γεμάτης με «σωσίες» και χαρακτήρες που θυμίζουν «γείτονες, συγγενείς, εραστές ή και τυχαίες γνωριμίες» προσφέρει μία αίσθηση οικειότητας. Ποιες κοινωνικές ή πολιτιστικές αντιφάσεις της εποχής του 1959 αναδεικνύονται μέσω αυτών των παραλληλισμών;
Το 1959 πιστεύαμε πως τέλειωνε μία περίοδος «επούλωσης» των μετεμφυλιακών τραυμάτων και ό,τι σήμαινε αυτό. Κάτι πιο αισιόδοξο χάραζε με το μπάσιμο του 1960. Και όντως, η δεκαετία με το εξάρι δεν ήταν τυχαία. Οι αδερφές Γαργάρα πόνταραν πολλά στο ’60, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα. Γίναμε ουσιαστικά «αυθάδεις» στην ατσαλάκωτη εξουσία. Αρχίσαμε να μιλάμε δυνατά για όσα μας βάραιναν… Οσοι ήμασταν τότε έφηβοι αναπνέαμε ένα διαφορετικό αεράκι, ενώ η «ελευθερία» φανέρωνε ξεκάθαρα την ερωτική της υπόσταση. Κάτι που μας ερέθιζε.
-Αναφέρετε ότι οι αδελφές Γαργάρα εκπαιδεύουν την αθωότητά τους στην οικογενειακή αρένα και αργότερα ταξινομούν αλήθειες και ψευδαισθήσεις με ηρωικό και ευτράπελο σθένος. Ποιες είναι οι βασικές αντιφάσεις που καθοδηγούν τις επιλογές τους και πώς αναδεικνύονται μέσα από τα γεγονότα της ιστορίας;
Οι αδερφές Γαργάρα είναι αθώες γιατί έχουν ελπίδα ακόμη κι όταν καταπιέζονται από την ενδοοικογενειακή τρομοκρατία, έχοντας ένα αδερφό εντελώς ανερμάτιστο. Κατανοούν πλήρως την αναπηρία των οικογενειακών στερεοτύπων μέσα από την ευτράπελη καθημερινότητα, που είναι εξίσου δραματική και αστεία. Κι έτσι αποφασίζουν να αγαπήσουν πιο μεθοδικά τους εαυτούς τους. Από ανάγκη κι από την πεισματική εμμονή να αλώσουν τα θαύματα της Αθήνας με κάθε κόστος.
-Πώς η εμμονή του συγγραφέα Γιάννη Ξανθούλη με τα έτη 1959 και 1960 σχετίζεται με την έννοια της ενηλικίωσης και τις ψυχολογικές διεργασίες των χαρακτήρων του βιβλίου; Ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτής της «ψυχωτικής αμηχανίας» που περιγράφετε;
Το 1959 διέσχιζα απελπισμένος το τελευταίο έτος της παιδικής μου ηλικίας. Αν και ευφάνταστο άτομο, με τρόμαζε ο προθάλαμος της ενηλικίωσης, οπότε άρχισα να προετοιμάζω την άμυνά μου χωρίς να σκέφτομαι πόσο ανυπεράσπιστος ήμουν μπροστά στον χρόνο. Η δεκαετία του ’60 ήταν κάτι μεταξύ Βατερλώ και Ναυμαχίας του Ναυαρίνου για μένα. Πολλές ήττες, αλλά και κάποια σημαντικά πράγματα. Κράτησα τα σημαντικά κι άρχισα να εκπαιδεύω τον εαυτό μου «αθηναϊκά» σε όλα τα επίπεδα… Τώρα, γράφοντας την «Αλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα», επέστρεψα σε εκείνη την εποχή… λιγότερο φοβισμένος και περισσότερο απορημένος παρατηρητής.
-Η έννοια της «άλωσης» στο βιβλίο φαίνεται να αναφέρεται σε μία παραδοχή και αποδοχή της αλλαγής. Πώς αυτή η έννοια σχετίζεται με τις εμπειρίες των αδερφών Γαργάρα και την κοινωνία της εποχής και ποια είναι τα κεντρικά μηνύματα που απορρέουν από αυτήν την εξερεύνηση;
Κεντρικό μήνυμα; Λίγο βαρύ σαν έκφραση. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι μαθαίνοντας καλύτερα τον εαυτό μας με τα ελαττώματα και τα προτερήματα, μπορούμε να ισορροπήσουμε αρκετά. Και, βέβαια, να μην παραιτούμαστε από τα όνειρά μας όσο ανέφικτα κι αν δείχνουν. Τελικά αγαπήθηκα με την οικογένεια Γαργάρα, παρά τις περιπέτειές μας, σε βαθμό που να ζωγραφίσω κατά τη διάρκεια του γραψίματος και δεκατρείς εικόνες στο πνεύμα των γαργαρικών παθών. Πάνω από όλα, όμως, προτιμώ να βλέπω το βιβλίο μου σαν ένα παραμύθι που μπορεί να ενδιαφέρει κάποιους. Ως εκεί…