-Η σχέση σας με την λογοτεχνία τρυφερή και αγαπησιάρικη, ακριβώς ό,τι συμβαίνει στο νέο σας βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον ευρηματικό τίτλο «Ο καουμπόης του Αλίμου». Θέλετε να μας πείτε την πηγή έμπνευσης και πως προέκυψε;
Υπάρχει πάντα ένα συμβάν, πρόσφατο ή, το συνηθέστερο, επιμελώς κρυμμένο στο απώτατο παρελθόν, που αφυπνίζεται απροσδόκητα. Αυτό επιχειρεί να διευθετήσει η καλλιτεχνική συνείδηση, να το διαχειριστεί. Συγκεκριμένα, δίπλα ακριβώς από το σπίτι μου, άνοιξε ένα μπαρ. Εκατό περίπου άτομα συνωστίζονται νυχθημερόν, όρθιοι πάνω στο πεζοδρόμιο ως τις πρώτες πρωινές ώρες –ο εσωτερικός χώρος δεν είναι ούτε 20 τ.μ.– γελώντας άγρια και κραυγάζοντας, με αποτέλεσμα να κοιμάμαι δύο έως τρεις ώρες, το πολύ, το εικοσιτετράωρο. Σαν βοοειδή ουρλιάζουν ομαδικά, χωρίς καμία ενσυναίσθηση, την ελάχιστη συνείδηση, πως ασκούν κτηνώδη βία, χωρίς κάτι τέτοιο να τους περνά από το νου.
Η ταύτιση των κραυγών τους με τα βοοειδή, από μέρους μου, και η αγχώδης προσπάθειά μου να κατανοήσω το γεγονός και να ανταπεξέλθω, με κατηύθυνε ως το βάθος της μνήμης, στη μακρινή παιδική ηλικία μου, όταν κατοικούσα κοντά στα σφαγεία της πόλης μου, στην Αμφιλοχία. Από εκεί κρατώ αισθήματα συμπάθειας και ενοχής για τα βοοειδή, αφού, καθώς τα σφάζανε οι χασάπηδες, εκείνα βογκούσαν σπαρακτικά πριν ξεψυχήσουν.
Ατίθαση η φαντασία και η μνήμη, σε παρασύρει όπου αυτή διαλέγει και ένα φαινομενικά άσχετο γεγονός –το μπαρ και οι κραυγές– μπορεί να συντελέσει στη συνάντηση με τον «πρώτο» εαυτό και σε μιαν άλλη ανάγνωση – κατανόηση του κόσμου. Έτσι, ο «Καουμπόης του Αλίμου» συμπονεί τώρα τους βιαστές του, διακρίνει τη δική τους «σφαγή», το θαμμένο πανικό τους.
Ο συγγραφέας έδωσε μορφή και σώμα, αναμόχλευσε – ανακαίνισε το παρελθόν του, το ανακάλεσε ως αρωγό στο παρόν του. Συνιστά, δηλαδή, η κάθε αφήγηση, μία πορεία προς εαυτόν.
-Τα διηγήματα του Ανδρέα Μήτσου είναι διαυγή, σαφή στον υπαινιγμό τους, υπαινικτικά στη σκωπτικότητά τους, φωτίζουν κάποιο βίωμά σας; Ποια «λήθη του είναι» πιστεύετε πως προστατεύουν;
Ο καλλιτέχνης κατατρύχεται από ενοχή –αναγκαίος όρος της ποιητικής πρόσληψης της πραγματικότητας– είτε γνωρίζει το λόγο, είτε τον αγνοεί. Αυτή την ενοχή επιχειρώ να καταπραΰνω και να καταλαγιάσω. Να αθωώσω τον εαυτό μου και να ενταχθώ πλέον ξανά στην πραγματικότητα. Έτσι εννοώ «τη λήθη του είναι», ως δραπέτευση από τον άγρυπνο και ενοχικό εαυτό και απελευθέρωση.
-Στο διήγημα «Η τελευταία ελπίδα» υπάρχει μια μεταστροφή προς την πιθανότητα του θανάτου. Μπορούμε να μετέχουμε όλοι σε αυτή ισόποσα και ισοδύναμα;
Αναφερόμενοι στο θάνατο, απλώς τον εξορκίζουμε. Είναι μια κατάσταση, την οποία δεν γνωρίζουμε, την υποθέτουμε. Και βέβαια, αφορά πάντα στον θάνατο του άλλου. Φοβόμαστε και επιχειρούμε να δώσουμε μορφή και υπόσταση – νόημα στο ενδεχόμενο της ανυπαρξίας μας. Αλλά ο φόβος έχει βέβαια ατομικό μέτρο, δεν είναι ο ίδιος με κάποιου άλλου.
-Πιστεύετε, ότι ο άνθρωπος για να βιώσει μια απλή, ασήμαντη χαρά πρέπει πρώτα να ματώσει, ώστε να επιφέρει σωτήριες και τελεσίδικες λύσεις. Για να γίνει αυτό χρειάζεται η καταλυτική αντιμετώπιση του φόβου για το τέλος;
Ό,τι παίρνουμε, το πληρώνουμε, έτσι ορίζεται η δικαιοσύνη των πραγμάτων. Αλλιώς δεν θα είχε αξία και η αντίστοιχη χαρά που εισπράξαμε, αφού αυτή υποστασιοποιείται μόνο από το ανάλογο τίμημά της, ως η δίκαιη ανταπόδοση, η αποπληρωμή. Ο φόβος, όμως, είναι η πιστοποίηση της ανθρωπιάς και της συνειδητότητάς μας. Όσοι δεν εμπλέκονται στα δίχτυα του φόβου, δεν έχουν να χάσουν τίποτα, γιατί ποτέ δεν είχαν κάτι, γι’ αυτό και δεν φοβούνται. Ο φόβος συστήνει την αυθεντική ύπαρξη, τον ενσυνείδητο και υπεύθυνο άνθρωπο.
-Το λογοτεχνικό ύφος σας εισέρχεται με ορμή στην αφήγηση και οριοθετεί το αφηγηματικό πλαίσιο αλλά και την ατμόσφαιρα των κειμένων, δημιουργώντας εικόνες δραματικές. Αυτός περίπου είναι ο σκοπός του βιβλίου; Τι μηνύματα θέλετε να εισπράξει ο αναγνώστης σας;
Πασχίζω να δώσω σώμα – μορφή, σε ό,τι με ταλανίζει, γιατί καμιά αξία δεν έχει το τι λες, αλλά το πώς το λες. Αυτός, ο ατομικός τρόπος, συγκροτεί και το προσωπικό ύφος του δημιουργού.
Τώρα, τι θα εισπράξει, κατανοήσει, ο κάθε αναγνώστης, εναπόκειται στη δυνατότητά του να «βλέπει». Ο συγγραφέας, πάντως, δεν δικαιούται να διδάξει. Το μόνο του μέλημα, ο «σκοπός του», να αφουγκραστεί όσα αναταράσσονται εντός του και εξεγείρονται και να τα τακτοποιήσει. Εάν καταφέρει να αιχμαλωτίσει, να αποστάξει, φερ’ ειπείν, τη λύπη του, αυτή η λύπη καθίσταται τότε η ίδια με εκείνη του αναγνώστη του, γιατί κοινός είναι ο ανθρώπινος πόνος και όμοια η γεύση της απώλειας. Πικρή.
-Και τέλος, ποια η γνώμη σας για το φοβιστικό ψηφιδωτό με τα «εγκλήματα» πολιτικής ορθότητας που χρεώνουμε στους λογοτέχνες (εν ζωή και μη) που μεγαλώνει το τελευταίο διάστημα με επικίνδυνους ρυθμούς. Συγχρόνως κλασικά βιβλία αποσύρονται κατά δεκάδες από τις δημόσιες βιβλιοθήκες καθώς δεν πληρούν τα σημερινά κριτήρια, εθνικότητες αφαιρούνται από μυθιστορήματα, Συγκροτείται μια νέα Ιερά Εξέταση στο όνομα των καταπιεσμένων;
Δε θέλω να θρηνολογήσω, αλλά μου φαίνεται πως ο φασισμός της πολιτικής ορθότητας, αντικατοπτρίζει τον καινούργιο, υποταγμένο πλέον, κόσμο. Καταφύγιο αντίστασης και άμυνας, πιστεύω, μόνο η παιδεία, έννοια η οποία ύπουλα λοιδορείται.
Η αντίσταση στον τεχνολογικό Λεβιάθαν και την κρατική εξουσία του, προϋποθέτει το ανατρεπτικό άτομο, κι αυτή αποτιμάται, όχι από την ασυνεί-δητη βίωση –δεν φτάνουν οι προθέσεις και οι αυθόρμητες δράσεις–, αλλά από την ενσυνείδητη επιστροφή στον πολιτισμό, στις κατακτήσεις των προηγούμενων γενεών. Διαφορετικά, η αυθεντικότητα της όποιας αντίστασης γρήγορα θα εξανεμίζεται.
Εγώ ανατρέχω τώρα ξανά για ενθάρρυνση, στον Υπαρξισμό, στη Φαινομενολογία, στον κινηματογράφο, στην κλασική λογοτεχνία και στις αγαπημένες μου μουσικές. Στις σκόπιμα, δηλαδή, συκοφαντημένες αξίες της καταταλαιπωρημένης αστικής δημοκρατίας, τις οποίες όμως σύντομα θα νοσταλγήσουμε, καθώς ανίδεοι κατασπαράσσουμε τα «βόδια του Ήλιου».
«Νήπιοι, οι κατά βους Υπερίονος Ηέλιοιο, ήσθιον˙ αυτάρ ο τοίσιν οφείλετο νόστιμον ήμαρ», παραπέμπω στην Οδύσσεια, γιατί ναι, ο Όμηρος μπορεί να εκκολάψει τον νέο αντιστασιακό άνθρωπο.
«Αφού μας μέναν παξιμάδια / τι κακοκεφαλιά / να φάμε στην ακρογιαλιά / του Ήλιου τ’ άγρια γελάδια» (Γ. Σεφέρης).
Ειδήσεις σήμερα