Θα αναγκαστώ να σε δέσω σφιχτά για να μη φύγεις. Για να μη σταματήσεις να μου δίνεις το υλικό που χρειάζεται για να γράφω. Για να μη με πονάει άλλο η επανάληψη των ίδιων, χιλιοειπωμένων ιστοριών.
Ίδιες διαδρομές παντού, αργές, χωρίς δυναμική. Χωρίς αίσθηση του περιβάλλοντος χώρου. Χωρίς εμάς. Μοιάζουν με καλοκαιρινή βόλτα στην έρημη Σταδίου.
Έρημος, όπως εμείς. Έρημος, όπως σημειώσεις εντοπισμού αναφορών, των τέρψεων μιας παρά λίγο δεκαετίας, των δικών μας μικρών ασκήσεων επί χάρτου. Καλοκαίρια που πέρασαν σαν σφαίρες από δίπλα μας χωρίς να μας αγγίξουν, ακρυλικά, που συνοδεύτηκαν από τραγούδια των Blue Oyster Cult, που πήγαν και ήρθαν από πόλη σε πόλη ψάχνοντας για ένα μπουκάλι κρασί, που έγραψαν πάνω στην άμμο το στίχο των Lynyrd Skynyrd «my baby is gone with the wind».
Αυτό που μ’ αρέσει στα καλοκαίρια είναι ότι θυμίζουν την εφηβεία μας, το μόνο που θέλουν είναι να κάνουν έρωτα. Η ατέλειωτη διαθεσιμότητα των οργασμών τους είναι η θερμοκοιτίδα των ονείρων μας.
Το καλοκαίρι είναι η φυσική ορμή που δεν μπορούμε να καταπνίξουμε. Ερχόμαστε σε αυτό υποψιασμένοι, γεμάτοι επιθυμίες και βεβαιότητες, με την απόφαση να εξαφανίσουμε το φόβο που μας ακολουθεί. Ακολουθούμε το φόβο και εξαφανιζόμαστε.
Χάνουμε λέξεις, ενοχές, συμπεριφορές. Προσπαθούμε να μεταφέρουμε όλους τους στόχους μαζί, να τους κάνουμε στοίχημα ζωής κερδισμένο, να προσθέσουμε πόντους στο σακουλάκι μας.
Οι έρωτες μπερδεύονται με τα μπαρ, μεθάνε, ακούγονται σαν μεταχειρισμένα βινύλια, κολλάνε πάνω σε ιδρωμένα σώματα, γίνονται χρωματιστά παρεό στο κέντρο της παραλίας, δεν θα μας αφήσουν ποτέ. Είναι παιδιά που μας τραβάν απ’ το χέρι γκρινιάζοντας, επαναλαμβάνουν στερεότυπα τις επιθυμίες τους.
Μοιάζουν μ’ εκείνο το σόλο απελπισίας του Neil Young στο «Words», που γλιστράει διαρκώς, χορεύει πάνω στις μελωδίες σαν τρελό, προσπαθώντας να βρει διέξοδο. Τελικά θα μείνει μετέωρο να αιωρείται από ηλικία σε ηλικία, από καλοκαίρι σε καλοκαίρι, μετρώντας πάνω στις αρμονικές του ένα ολόκληρο θησαυρό από μνήμες.
Αυτό είναι νομίζω το μεγάλο μας πρόβλημα με τα καλοκαίρια: Αισθανόμαστε πολύ μετέωροι για να αναχωρήσουμε και μένουμε καρφωμένοι στο χρόνο, παγώνοντας τις σημαντικότερές μας στιγμές, λες και έτσι θα μπορέσουμε να τις κάνουμε να διαρκέσουν.
Δεν διαρκούν.
Στις ερωτικές σχέσεις αυτό που περισσότερο με γοητεύει είναι η υπόσχεση των καλοκαιριών που περιέχουν. Η ένωση με τον άλλον προϋποθέτει τη βίαιη αλλά εκούσια απόσπαση της αυτονομίας του με κάθε τρόπο. Το είδος αυτής της βίας συνομολογείται και απ’ τους δυο ως θεμιτό. Η ελευθερία τού άλλου μετατρέπεται σε προαύλιο του μεγάλου καλοκαιριού που έρχεται. Υποδέχεται και αποδέχεται τη μοίρα της με μια βαθιά υπόκλιση.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Κι εσύ τη μοίρα σου αποδέχεσαι. Συνέχεια.
Γιατί μοιάζεις με τη θάλασσα. Γιατί έχεις το χρώμα τού βυθού όταν ανακατεύεται. Γιατί είσαι φτυστή ο θλιμμένος αρλεκίνος που βούλιαζε στη βιτρίνα της Πατησίων εκείνον το Δεκέμβρη που δεν έλεγαν να τελειώσουν οι βροχές. Γιατί κλέβεις συνεχώς το μπλε του ουρανού από τη θάλασσα και αντί να το αφήσεις στα μάτια σου να σπάσει λίγο το μαύρο, το πετάς στην καρδιά σου, απόθεμα για τα χρόνια που θα έρθουν. Γιατί έχεις μια μπλε καρδιά που αγαπά το μαύρο.
Διστακτική.
Που κάνει τα καλοκαίρια να διαρκούν εφτά χρόνια.
Πού πάνε τα καλοκαίρια όταν τελειώνουν;
Πώς γίνεται να μεταμορφωνόμαστε αργά σε δυο έρημες γραμμές που τις ενώνει η ατελής μοναξιά ενός έρωτα; Ως πότε θα παραμένουμε σκοτεινοί, σαν φωτογραφίες που υπερφωτίστηκαν κρεμασμένες σε εμφανιστήρια. Φοβάσαι. Να ομολογήσεις, να παραδεχτείς, να παρακάμψεις, να υπερβείς, να διαγράψεις, να προβλέψεις, να στοιχηματίσεις, να αγνοήσεις, να παραβλέψεις, να διαβλέψεις, να διακρίνεις, να διασώσεις, να προφυλάξεις, να παραχωρήσεις, να παρακάνεις, να συγχωρήσεις. Όλα αυτά τα ρήματα, πολύ. Ρήματα. Πολύ. Η κάθε σου ίντσα.
Φοβάται πολύ. Φοβάται το φόβο. Είσαι ο φόβος σου, είσαι αυτό που φοβάσαι, αυτό που σε φοβίζει. Πολύ. Όλος αυτός ο φόβος, πολύ. Φόβος, όπως εμείς.
Κάπου πρέπει να καταφύγουμε για να γλιτώσουμε το φόβο που μας προξενεί η απουσία του άλλου κι αυτό σημαίνει ότι φοβόμαστε. Σημαίνει όμως και κάτι άλλο: Ότι δεν μπορούμε να καταφύγουμε μέσα μας. Το μόνο που μας μένει να απολαύσουμε είναι ένα καλοκαίρι που τελειώνει κάθε εφτά χρόνια, που μοιάζει με την εφηβεία μας, που το μόνο που θέλει είναι να κάνει έρωτα, που συνοδεύεται από τραγούδια των BlueOysterCult και περπατάει στην έρημη Σταδίου, που κάνει το σόλο τού Neil Young στο «Words» να γλιστράει διαρκώς.
Γλιστρώντας, προσπαθούμε να κάνουμε τα καλοκαίρια να διαρκέσουν. Διαρκούν όμως τα καλοκαίρια;
Κυλούν, απομακρύνονται απ’ το οπτικό μας πεδίο τη στιγμή ακριβώς που νομίζουμε πως τα κλείσαμε σε κάδρο και ετοιμαζόμαστε να τα κρεμάσουμε στο σαλόνι μας για να τα εκθέσουμε σε συγκεντρώσεις, κραδαίνοντάς τα ως λάφυρα τέχνης. Σαν τις βαρκούλες που φτιάχναμε παιδιά από χαρτί και τις αφήναμε ήρεμα στο νερό να κυλήσουν.
Καθόμαστε τότε και χαζεύαμε την ηρεμία τους και κάλπαζε η φαντασία και οργίαζε και ταξιδεύαμε μακριά με μαύρους λοστρόμους και πειρατές που στη θέση του χεριού είχαν έναν αιχμηρό γάντζο και ανοίγαμε μπίρες και είχαμε δικές μας πουτάνες, των λιμανιών, και όλος ο κόσμος ήταν δικός μας.
Θα μείνουν απ’ τα καλοκαίρια οι φωτογραφίες τους, σαν λάφυρα τέχνης, σαν πουτάνες των λιμανιών, σαν πειρατές, να στολίζουν τους τοίχους μας και να αγωνίζονται να αποδείξουν ότι κάποτε όλος ο κόσμος ήταν δικός μας.
Αστεία πράματα. Αστεία λόγια. Μάταια.
Τα καλοκαίρια όταν τελειώνουν, κλείνουν πονηρά το μάτι στην αιώνια μοναξιά της γης. Το τέλος τους δεν είναι παρά η αρχή μιας έκρυθμης και εκκωφαντικής νοσταλγίας.
Του Σταύρου Σταυρόπουλου
Ειδήσεις σήμερα
Καιρός: Καλοκαίρι τέλος! – Η πρόγνωση για τις επόμενες ώρες [Βίντεο]
Φωτιές στην Ελλάδα: Συναγερμός για αλλαγή στο σχεδιασμό πυρόσβεσης