Μπορεί ο Ψυχρός Πόλεμος να χώρισε τον κόσμο σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και να τον έφερε πάνω από μία φορά στα πρόθυρα του πυρηνικού πολέμου, ενέπνευσε όμως την πένα πολλών συγγραφέων, οι οποίοι μας χάρισαν συναρπαστικά πεζογραφήματα, που πολύ συχνά μεταφέρθηκαν στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη.
Αυτό συνέβη γιατί η ψυχροπολεμική περίοδος πρόσφερε όλα τα συστατικά που χρειάζεται ένας συγγραφέας κατασκοπευτικής λογοτεχνίας: ένα δυσοίωνο και σκοτεινό ιστορικό σκηνικό, το ηττημένο και τιμωρημένο Βερολίνο ως ζωντανό παράδειγμα της διαίρεσης του κόσμου στα δύο, την απειλή του πυρηνικού ολέθρου, ανθρώπους που ενστερνίζονταν με πάθος ριζικά διαφορετικές ιδεολογίες και ήταν ικανοί να θυσιάσουν άλλους, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό, για τα πιστεύω τους, παρακολουθήσεις με τα παραδοσιακά μέσα, εκβιασμούς, μυστικότητα, διαρκή καχυποψία και σκανδαλώδεις αποκαλύψεις για τη δράση διπλών πρακτόρων.

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι «Πέντε του Κέιμπριτζ» (Cambridge Five), οι πέντε, δηλαδή, Βρετανοί που στρατολογήθηκαν κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους στο κορυφαίο πανεπιστήμιο και, ενόσω κατείχαν θέσεις στις υπηρεσίες κατασκοπείας (MI6) και αντικατασκοπίας (MI5), εργάζονταν για την KGB.
Την άνθηση του spy novel μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τη χρωστάμε κυρίως σε Βρετανούς συγγραφείς, αρκετοί από τους οποίους είχαν στρατολογηθεί από την MΙ5 και την MI6 και όταν έγραφαν αντλούσαν από τη δική τους προσωπική εμπειρία. Ας επιχειρήσουμε μια επιλογή των κορυφαίων του είδους που έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας, με βασικά κριτήρια το σασπένς, την ιστορική εγκυρότητα, αλλά και τη λογοτεχνική τους ποιότητα.

Ο πιο διάσημος κατάσκοπος, αν όχι στη λογοτεχνία, πάντως σίγουρα στον κινηματογράφο, δεν είναι άλλος από τον Τζέιμς Μποντ, ήρωα δώδεκα μυθιστορημάτων και δύο ιστοριών του Ian Fleming, ο οποίος υπηρέτησε και ο ίδιος ως πράκτορας της βρετανικής αντικατασκοπίας. Ο Μποντ τού Φλέμινγκ έκανε το ντεμπούτο του με το «Casino Royale» το 1953 και η αλήθεια είναι πως δεν ασχολείται τόσο με την κατασκοπεία, την υποκλοπή, δηλαδή, πληροφοριών και τη στρατολόγηση νέων μελών στις μυστικές υπηρεσίες, όσο με την αξιοποίηση της «άδειας να σκοτώνει» που του έχει παραχωρηθεί.
Στους κορυφαίους του είδους συναντάμε τον John le Carré (το αληθινό όνομα του οποίου ήταν David Cornwell), που επίσης υπηρέτησε στις μυστικές υπηρεσίες και έπλασε ήρωες πολύ διαφορετικούς από τον Μποντ. Αυθεντικοί κατάσκοποι, κατά κανόνα γραφειοκράτες, άνθρωποι που (πρέπει να) περνούν απαρατήρητοι, απαισιόδοξοι και απογοητευμένοι, μιας και καλούνται να διαχειριστούν το ψυχολογικό κόστος των αποφάσεών τους. «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» (1963), η ιστορία του Βρετανού κατασκόπου Αλεξ Λίμας, διαδραματίζεται σε μεγάλο μέρος στο Ανατολικό Βερολίνο και, δικαίως, θεωρείται ένα από τα κορυφαία του είδους. Σε δευτερεύοντα ρόλο συναντάμε τον Τζορτζ Σμάιλι, κεντρικό ήρωα σε άλλα γνωστά μυθιστορήματα του Λε Καρέ, «Η τελευταία κλήση» (1961), «Ενας ποιοτικός φόνος» (1962), «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» (1974), «Ο εντιμότατος μαθητής» (1977), «Οι άνθρωποι του Σμάιλι» (1979), αλλά και στο «Η επιλογή του Κάρλα» (2024), που έγραψε ο γιος του συγγραφέα, Nicholas Cornwell, με το ψευδώνυμο Nick Harkaway.
Εμφανής είναι η επιρροή του Λε Καρέ στον Len Deighton, συγγραφέα των «Αποστολή στο Βερολίνο» (1964) και «Απόρρητος φάκελος Ιπκρες» (1962). Ο ανώνυμος ήρωας των έργων, που στη μεγάλη οθόνη ενσάρκωσε ο Μάικλ Κέιν, με το όνομα Χάρι Πάλμερ, αναλαμβάνει στα δύο έργα αντίστοιχα να πείσει έναν σημαντικό Σοβιετικό επιστήμονα να αυτομολήσει στη Δύση και να ανακαλύψει τι πραγματικά συνέβη σε έναν Αγγλο επιστήμονα που αγνοείται. Οπως και οι ήρωες του Λε Καρέ, οι ήρωες του Ντέιτον είναι άνθρωποι που αντιτίθενται στο αίσθημα υπεροχής που επιδεικνύουν οι προνομιούχοι αλλά σαφώς λιγότερο ικανοί ανώτεροί τους.
Εξαιρετικά spy novels έγραψε και ο Graham Green, μέλος της MI6 από το 1941, δίνοντας μεγάλη έμφαση στην ψυχολογία των ηρώων του και στα ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζουν. Ξεχωρίζουν «Ο Τρίτος άνθρωπος», που διαδραματίζεται στη βομβαρδισμένη μεταπολεμική Βιέννη και αντανακλά την εξουθένωση και τον κυνισμό της εποχής, και «Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα» (1958), μια σάτιρα της ευπιστίας και της δίψας των μυστικών υπηρεσιών για πληροφορίες.
Αν και δεν ανήκει στο είδος του κατασκοπευτικού μυθιστορήματος, αξίζει να διαβαστεί «Ο αδιάφθορος» (1997), του John Banville, ένα roman à clef με κεντρικό ήρωα τον διπλό πράκτορα Βίκτορ Μάσκελ (ο χαρακτήρας στηρίζεται στη μορφή του Αντονι Μπλαντ, ενός εκ των «Πέντε του Κέιμπριτζ»). Ο Μάσκελ παρουσιάζεται να γράφει τα απομνημονεύματά του όταν πλέον δημοσιοποιείται η δραστηριότητά του ως κατασκόπου των Ρώσων στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προσπαθώντας να δώσει τόσο στους αναγνώστες όσο και στον εαυτό του την απάντηση στο ερώτημα στον βωμό ποιου πράγματος θυσίασε τη ζωή του και αν αυτό τελικά άξιζε.