Oσοι τον γνωρίσαμε θυμόμαστε το λεβέντικο ζεϊμπέκικο που χόρευε, όποτε του δινόταν η ευκαιρία, πάντα «σαν έφηβος». Πλέον είναι ο συντοπίτης του, Τρικαλινός συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης, που του παίζει με την ορχήστρα του… παραδείσου το αγαπημένο του ζεϊμπέκικο «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά» και ο Χρίστος Καράς, για άλλη μία φορά το χορεύει, μόνο που τώρα βρίσκεται εκεί ψηλά, στη γειτονιά των αγγέλων.
Ο κορυφαίος Eλληνας ζωγράφος της γενιάς του ’60, Χρίστος Καράς, έφυγε από τη ζωή ανήμερα το Πάσχα, αφήνοντας φτωχότερη την ελληνική τέχνη και βυθίζοντας στη θλίψη την οικογένειά του και όλους όσοι τον γνώρισαν και τον αγάπησαν.
Ο Χρίστος Καράς άφησε πίσω του ανεξίτηλο χνάρι και ισχυρό αποτύπωμα τόσο με τη ζωγραφική και με την τέχνη του όσο και με την ίδια του τη ζωή και την πορεία του, καθώς το έργο του, ένας αληθινός ύμνος στην ελευθερία, βρισκόταν σε απόλυτη ταύτιση με τον ίδιο και τα πιστεύω του. Ο Χρίστος Καράς δεν πρόδωσε ποτέ τη συνείδησή του, όλα όσα πρέσβευε και διακονούσε.
Ο τρόπος που αντιμετώπισε την αληθινά δύσκολη ζωή, που του έτυχε να ζήσει, από τότε που γεννήθηκε, πολύ πριν γίνει ο μεγάλος ζωγράφος, αποτελεί φωτεινό παράδειγμα για το πώς μπορεί κανείς να στέκεται απέναντι στις αντιξοότητες.
Αυτήν τη δύσκολη ζωή του είχα τη μεγάλη τιμή να μου διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια, στις πολυάριθμες συναντήσεις μας, για να γίνει βιβλίο, που θα αποτελέσει παράδειγμα για το πώς μπορεί κανείς να στέκεται όρθιος, αισιόδοξος, χωρίς ποτέ να χάνει την ανθρωπιά του. Oπως εκείνος… Από αυτές τις διηγήσεις ζωής, σταχυολόγησα μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που μπορείτε να διαβάσετε αποκλειστικά σήμερα στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, δικαιώνοντας τη μνήμη του.
Ορφάνεψε από μικρός
Ο Χρίστος Καράς, αυτός ο όμορφος έφηβος, γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 9 Δεκεμβρίου του 1930. Η μοίρα στάθηκε σκληρή μαζί του. Η μητέρα του, η Χαριτίνη, αρρώστησε νωρίς. Στα δύο του χρόνια ο μικρός Χρίστος Καράς πήγε να ζήσει με τη θεία Φόνη (από το Περσεφόνη) στην Αθήνα. Η θεία ήταν ο ένας από τους δύο βασικούς «από μηχανής θεούς» της ζωής του. Το στήριγμά του. Η μάνα του ζούσε ακόμα, αλλά ο φόβος μην κολλήσει την κακιά αρρώστια, η φυματίωση θέριζε εκείνη την εποχή, ήταν έκδηλος και, έτσι, ο Χρίστος Καράς έζησε τον πρώτο ξεριζωμό, την πρώτη μετακίνηση στα πολύ ευαίσθητα ακόμα χρόνια του.
Από τα Τρίκαλα ήρθε στην Αθήνα και στο σπίτι της θείας Φόνης και του Κώστα Επισκόπου, του άντρα της. Η μητέρα του έφυγε από τη ζωή δύο χρόνια αργότερα, όταν ήταν 4 ετών, και ο νεογέννητος αδελφός του, ο Χαριτάκης, μόλις 40 ημερών. Γι’ αυτό τον βάφτισαν και Χαριτάκη, από το Χαριτίνη, το όνομα της μητέρας τους. Οι συγγενείς συσκέφθηκαν τότε για το πού θα μείνουν τα δύο ορφανά. Η ταμπέλα αυτή, «τα ορφανά», τους συνόδευε καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής και της εφηβικής τους ζωής. Ο Χριστάκης Καράς εξακολούθησε να μένει με τη θεία Φόνη, τον φύλακα άγγελό του, ενώ ο Χαριτάκης πήγε να μείνει σε μια άλλη θεία, την αδελφή της μητέρας τους, τη Σπυριδούλα. Τα αδέλφια χωρίστηκαν και βλέπονταν στη συνέχεια με επισκέψεις.
Λίγα χρόνια αργότερα, ήταν δεν ήταν δέκα ετών, ο Χρίστος Καράς έχασε και τον πατέρα του από την ίδια αρρώστια, τη φυματίωση. Πέθανε στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Ολα αυτά τα χρόνια έβλεπε τον πατέρα του επίσης με επισκέψεις. Οι μνήμες από τον πατέρα και τη μητέρα του ήταν πολύ αχνές, σχεδόν ανύπαρκτες. Τον πατέρα του τον θυμόταν περισσότερο από τις φωτογραφίες, ενώ από τη μητέρα του είχε μόνο μία εικόνα στο μυαλό του: Σε μία από τις επισκέψεις που έκαναν στο σπίτι των γονιών του, εκείνη έφτιαχνε ένα αμπαζούρ. Αυτό θυμόταν μόνο…
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Αγάπη για τη μουσική
Ο πατέρας και η μητέρα του ήταν εξαιρετικά όμορφοι. Ο πατέρας ψηλός, ευθυτενής, άντρας με τα όλα του. Και η μητέρα πιο κοντή στο πλάι του, αλλά κούκλα. Η ομορφιά αυτή, άλλωστε, πέρασε και στο βλαστάρι τους, τον Χρίστο Καρά. Ο πατέρας έγραφε επίσης ποιήματα και έπαιζε κιθάρα. Ισως από εκεί να κληρονόμησε ο Χρίστος Καράς την αγάπη του για τη μουσική, το τραγούδι και την κιθάρα.
Πόσο βαριά είχε πάρει ο Χρίστος Καράς την ορφάνια του; Πόσο αδικία είχε νιώσει; Ηταν τόσο μικρός που δεν πρόλαβε να ζήσει και να αγαπήσει τους γονείς του. Σχεδόν δεν τους γνώρισε. Για εκείνον μητέρα ήταν η Φόνη Επισκόπου. Η άξια χρυσοχέρα θεία, ονομαστή δεξιοτέχνις στα κεντήματα, τον μεγάλωσε με τη ραπτομηχανή της. Στην αρχή έβγαζε το χαρτζιλίκι της οικογένειας, όμως μετά εκείνη ήταν που τους έσωσε από την πείνα στην περίοδο του πολέμου.
Οσο για το πώς μεγάλωσε τον Χρίστο Καρά, ήταν πραγματικά πολύ στοργική. Ο μικρός Χριστάκης συχνά φοβόταν και έκλαιγε. Οι φοβίες, με πρώτη αυτή για το σκοτάδι, έτρωγαν το μυαλό του μικρού παιδιού, που συχνά έβλεπε στον ύπνο του εφιάλτες. Η θεία Φόνη, για να τον καθησυχάσει όσο μπορούσε, έβαζε τρεις καρέκλες μεγάλες στα πόδια του σιδερένιου κρεβατιού όπου κοιμόταν με τον άντρα της, έκανε αυτοσχέδιο κρεβάτι για τον μικρό, ώστε να νιώθει ασφάλεια το κατατρεγμένο παιδάκι. Οι εφιάλτες ήταν συχνά τρομακτικοί και είχαν τη σκιά του θανάτου. Από δύο ετών επίσης είχε τρομερούς πονοκεφάλους.
Καθώς όμως ο Χρίστος Καράς μεγάλωνε, η θεία Φόνη τού παρείχε και μια αξιοπρόσεκτη ελευθερία. Πίστευε ότι το παιδί μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνο του. Ετσι, ο Χρίστος Καράς μπορούσε να φεύγει από το σπίτι και να κάνει βόλτες. Ηταν μόλις έξι χρόνων όταν παρακολούθησε την άφιξη της σορού του Βενιζέλου, που από το Παρίσι ήρθε στην Αθήνα.
Το Α’ Νεκροταφείο, μια δρασκελιά δρόμος από το σπίτι όπου έμενε ο Χρίστος Καράς, αντί να είναι ένα μέρος που ο μικρός απέφευγε, ίσα ίσα εκείνος περνούσε πολλές φορές από μέσα, αναπτύσσοντας μια ιδιαίτερη, σχεδόν μεταφυσική, σχέση με αυτόν τον χώρο, αλλά και τα μοναδικά έργα τέχνης που το κοσμούσαν.
Ο παππούς
Γύρω στο 1940 ο Χρίστος Καράς μαζί με τη θεία Φόνη άφησαν την Αθήνα για να επιστρέψουν στα Τρίκαλα, καθώς οι συνθήκες στην πρωτεύουσα, λόγω της κήρυξης του πολέμου, γίνονταν όλο και πιο δύσκολες. Μαζί τους και ο παππούς Χρίστος Καράς, ο πατέρας του πατέρα του ζωγράφου, που έμελλε να είναι για εκείνον ο άλλος φύλακας άγγελός του. Η αγάπη ανάμεσα στον παππού Χρίστο Καρά και τον εγγονό, που έφερε άλλωστε το όνομά του και το έγραφε όπως εκείνος, με γιώτα το Χρίστος και με ένα ρο το Καράς, ήταν μεγάλη και αμοιβαία. Ο παππούς ήταν σεβαστός δάσκαλος, αλλά και μετέπειτα εξίσου σεβαστός βουλευτής. Για πέντε συνεχείς εκλογικές περιόδους εκλεγόταν βουλευτής και εκπροσωπούσε επάξια τους αγρότες. Ο παππούς τον είχε έννοια τον μικρό Χριστάκη και προσπαθούσε να βοηθήσει τόσο εκείνον όσο και τον αδελφό του. Ηταν πολύ στοργικός και πάντα παρών στο μεγάλωμα των παιδιών.
Είχαν μαζί τους, στην επιστροφή στα Τρίκαλα, και τον μικρό του αδελφό, τον Χαριτάκη. Αλλά και στο μικρό χωριό, λίγο έξω από την πόλη, την Μπουχούνιστα, όπου πήγαν να ζήσουν, οι δυσκολίες ήταν τεράστιες. Το φαγητό λιγοστό, η πείνα μεγάλη, καλαμπόκι και μπομπότα έτρωγαν κυρίως, ενώ οι συγγενείς άλλες φορές κατάφερναν να βοηθήσουν και άλλες όχι. Και σαν να μην έφθανε η πείνα, ο χειμώνας του 1940-41 ήταν εξαιρετικά βαρύς. Οι φοβίες εξακολουθούσαν. Πολύ κοντά στο σπίτι τους στα Τρίκαλα υπήρχε μια εκκλησία, η Αγία Επίσκεψη, απ’ όπου ο μικρός Χρίστος μπορούσε να παρακολουθεί τις κηδείες. Και ύστερα οι νεκροί, τα πτώματα, η κουτσή πριγκίπισσα που έψαχνε το γοβάκι της, από ένα τρομακτικό παραμύθι που του είχε διηγηθεί η θεία Φόνη, τον επισκέπτονταν στα όνειρά του.
Κατοχή
Τα χρόνια της Κατοχής κύλησαν με υπέρμετρες δυσκολίες και ο Χρίστος Καράς έζησε από κοντά το Αντάρτικο. Μερικές εικόνες από την εποχή χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη του έφηβου τότε Καρά. Ηταν τόσα αυτά που έζησε, που απέκτησε μια βαθιά δημοκρατική φύση, την οποία διατήρησε έως το τέλος.
Από το 1946-1948 βρισκόταν και πάλι στην Αθήνα. Μερικά χρόνια είχε κάνει στο Γυμνάσιο Τρικάλων και τα υπόλοιπα στο 1ο Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηναίων, στην Πλάκα.
Μετά το Γυμνάσιο ο Χρίστος Καράς μπήκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, για να ανακαλύψει πολύ γρήγορα τη μεγάλη λατρεία του στη ζωγραφική. Το 1951 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1955. Οι δικοί του, ο παππούς και η Φόνη, δεν ήθελαν να γίνει ζωγράφος. Ηθελαν να τον διορίσουν στην ΟΥΛΕΝ, όπως λεγόταν τότε. Αλλά ο Χρίστος Καράς ακολούθησε τον σωστό δρόμο και ασχολήθηκε με την τέχνη.
Οσο για την πρώτη ζωγραφιά, την είχε κάνει πολύ νωρίτερα, σε ηλικία περίπου 7 ετών. Εμεναν τότε στην Κολοκυνθού. Είχε μια εκκλησία εκεί κοντά που λεγόταν Αϊ-Γιώργης. Ο μικρός ζωγράφισε την εκκλησία και όλοι έμειναν άφωνοι με το ταλέντο του. Ηταν το πρώτο έργο που έκανε στη ζωή του, το οποίο όχι μόνο δεν ήταν κακό, αλλά όλοι εκεί στην ταβέρνα το θαύμασαν. Ο σπόρος της ζωγραφικής άνθιζε από νωρίς μέσα του.
Ο τελευταίος αποχαιρετισμός
Σεμνά και διακριτικά έγινε ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον πολυαγαπημένο ζωγράφο Χρίστο Καρά, την Τετάρτη το μεσημέρι, στο Α’ Νεκροταφείο, όπου παρευρέθη η οικογένειά του, συγγενείς, αλλά και φίλοι, άνθρωποι της τέχνης που τον γνώρισαν και συνδέθηκαν μαζί του.
Πολύ συγκινητικά ήταν τα λόγια του γιου του, Κωνσταντίνου Καρά, στον ύστατο αποχαιρετισμό προς τον πατέρα του: «Τώρα ζωγραφίζεις τα λιβάδια και τις θάλασσες του ουρανού, δίπλα στον Τσαρούχη, στον Μόραλη, στον Διαμαντόπουλο, στον Μυταρά, στον Φασιανό, ενώ γύρω σου τρέχουν φτερωτά τα άγρια άλογα της πατρίδας σου της Θεσσαλίας», σημείωσε ανάμεσα σε άλλα. Συντετριμμένη δίπλα στη σορό του αείμνηστου ζωγράφου στάθηκε η σύντροφος ζωής, σύζυγός του, ηθοποιός Νίτα Παγώνη, καθώς και η κόρη του, Ιόλη.
«Μύστης αισθήσεων»
Στον δικό του αποχαιρετισμό προς τον μεγάλο καλλιτέχνη Χρίστο Καρά, ο ιστορικός Τέχνης Τάκης Μαυρωτάς, ο οποίος επιμελήθηκε τη μεγάλη αναδρομική έκθεση προς τιμήν του στο Ιδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη το 2012, αλλά και την έκθεσή του στη Νέα Υόρκη, μαζί με τον Δημήτρη Μυταρά το 1991, έκανε έναν εύστοχο απολογισμό του έργου του: «Ο Καράς, ως μύστης αισθήσεων και ορθοτόμος μορφών και σχημάτων, επιζήτησε να εκφράσει την αίσθηση της πολυπλοκότητας της ζωής… Με τη ζωγραφική του άγγιξε την αληθινή συγκίνηση της ομορφιάς… Η ζωή, ο θάνατος, το όνειρο και ο έρωτας κυριαρχούν στις εικόνες του… Ο Καράς ήταν ήδη ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Με σωφροσύνη και οξύνοια κατέκτησε μια ζωγραφική καθαρότητα και συνάμα μια μυστηριώδη υπόσταση, σ’ ένα έργο που η ελευθερία ως ιδέα αποτελεί καθολικό γνώρισμα του εικαστικού του σύμπαντος… Η παραίνεσή του “επιθυμώ η ζωγραφική μου να λάμπει, όπως λάμπει μια μέρα καθαρή” θα μας συντροφεύει πάντα…».
Ανάμεσα σε εκείνους που παρευρέθησαν στον τελευταίο αποχαιρετισμό ήταν και οι: Σοφία Βουροπούλου, Μαρία Καρρά, Μαίρη Βιδάλη, Λαλούλα Χρυσικοπούλου, Μαρίνα Κοτζαμάνη, Γιώργος Καρτάλος, Φάνης και Βασιλική Σιαντή κ.ά.
Ειδήσεις σήμερα
Γιώργος Καραϊβάζ: Οι νέες συλλήψεις που έρχονται και το συμβόλαιο θανάτου
Συντάξεις: Σενάριο για επιστροφή των αναδρομικών από Δώρα και άδειες στους συνταξιούχους