
Το βιβλίο, τοποθετημένο στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη το 1941, αναδεικνύει τις δύσκολες συνθήκες της Κατοχής, την Αντίσταση και τη συνεργασία με τους κατακτητές, καθώς και τις προσωπικές και κοινωνικές συνέπειες αυτών των επιλογών.
Ο Θανάσης Πέτρου, με τη μοναδική του γραφή και σχέδιο, προσφέρει μια συγκλονιστική αφήγηση γεμάτη συναισθηματική ένταση και ιστορική ακρίβεια. Στη συνέντευξη αυτή, συζητάμε για τη διαδικασία δημιουργίας, τις προκλήσεις και τις πηγές έμπνευσης πίσω από το έργο του.
Η ιστορία του «1941: Αυστηρά Συσκότισις» είναι γεμάτη ένταση και δραματικές στιγμές. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για σας, όταν κληθήκατε να αποτυπώσετε αυτή την περίοδο της Ιστορίας σε κόμικ;
Πάντα το βασικό ζήτημα που έχω να διαχειριστώ είναι η ισορροπία μεταξύ των ιστορικών δεδομένων που θέλω να συμπεριλάβω και των προσωπικών ιστοριών των χαρακτήρων της αφήγησής μου. Οι πρωταγωνιστές μου θέλω να έχουν τη δική τους φωνή και να μη καθίστανται απλά φερέφωνα της δικής μου διάθεσης να παρουσιάσω το τάδε ή το δείνα γεγονός. Οπότε, η ακρίβεια στα ιστορικά δεδομένα και η ελευθερία της αφήγησης είναι συνεχώς το ζητούμενο που επιδιώκω να πετύχω.
-Μετά την επιτυχία των προηγούμενων έργων σας, όπως «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς» και «1922: Το τέλος ενός ονείρου», πώς νιώθετε που συνεχίζετε να εξερευνάτε την Ιστορία μέσα από τα graphic novels; Υπήρξε κάτι νέο που σας ενέπνευσε για το 1941;
Αυτή η προσωπική καταβύθιση και έρευνα της Ελληνικής Ιστορίας ήταν και παραμένει για μένα κάτι συναρπαστικό. Στην περίπτωση του 1941, μια και εστιάζω σε γεγονότα που αφορούν τη Θεσσαλονίκη, υπήρχε μεγαλύτερη προσωπική και συναισθηματική φόρτιση, μια και ό,τι περιγράφω σχετίζεται με τον τόπο καταγωγής μου. Για παράδειγμα, όλη η ιστορία της γενοκτονίας των Εβραίων και της στάσης που κράτησαν οι υπόλοιποι συμπολίτες τους, είναι κάτι που πάντοτε με απασχολούσε, με δεδομένο ότι ακόμα κι εγώ πρόλαβα να δω, στα παιδικά μου χρόνια, τα τελευταία εβραϊκά σπίτια στη Νεάπολη, την περιοχή της πόλης όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Στο βιβλίο, παρακολουθούμε τον Γιώργη Αμπατζή και τους Θεσσαλονικείς κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ποιες είναι οι κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες και πώς αυτό αντικατοπτρίζει την κοινωνία της εποχής;
Προφανώς, το ίδιο το καθεστώς της Κατοχής στο οποίο βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη όλοι οι άνθρωποι είναι το βασικότερο ζήτημα. Η Κατοχή επέβαλε με βίαιο τρόπο απαγορεύσεις και περιορισμούς στους κατοίκους των κατεχόμενων περιοχών. Σ’ αυτές τις νέες συνθήκες ελλείψεων και στερήσεων, κάποιοι άνθρωποι προσαρμόστηκαν για να επιβιώσουν, ενώ κάποιοι άλλοι αποφάσισαν να αντισταθούν και να επιδιώξουν την απελευθέρωση της χώρας. Επομένως, οι χαρακτήρες μου καλούνται να πάρουν θέση σ’ αυτήν τη νέα, δυσμενή πραγματικότητα.
Η σχέση μεταξύ συνεργασίας και αντίστασης στους κατακτητές είναι ένα κεντρικό θέμα του βιβλίου. Πώς προσεγγίζετε ηθικά αυτό το δίπολο μέσα από την αφήγηση και τα σχέδιά σας;
Ο αφηγητής στο βιβλίο είναι ο Αμπατζής, δεν είμαι εγώ στον ρόλο ενός παντογνώστη αφηγητή. Επομένως, η ερώτηση που θέτετε αφορά αυτόν, οπότε πρέπει να πω ότι ο ίδιος, από τη μία, στέκεται σαφώς επικριτικά απέναντι στους ανθρώπους που βρήκαν μέσα στην Κατοχή την ευκαιρία να συνεργαστούν με τις κατοχικές δυνάμεις για να πλουτίσουν, απ’ την άλλη όμως, δεν στρατεύεται στο μέτωπο της Αντίστασης. Παραμένει, όπως φαντάζομαι παρέμειναν και εκατομμύρια Ελλήνων, δυσαρεστημένος, εγκλωβισμένος, αλλά σιωπηλός και στωικός, να ανέχεται ό,τι συμβαίνει γύρω του.
Ποιοι είναι οι στόχοι σας για το μέλλον της σειράς σας και πώς βλέπετε την εξέλιξή της σε επόμενα graphic novels που καλύπτουν την Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας;
Οπως προανέφερα, εξακολουθεί να με συναρπάζει αυτή η διαρκής ιστορική έρευνα και η βιβλιογραφική αναζήτηση, παρά τις όποιες δυσκολίες προκύπτουν στην πορεία, οπότε, θα συνεχίσω ακάθεκτος. Αυτό το δηλώνω με βεβαιότητα, δεν ξέρω μόνο μέχρι ποιο σημείο θα φτάσω. Ο Αμπατζής από νέος στο πρώτο βιβλίο, έγινε πια μεσήλικας στο πέμπτο, αλλά υπάρχουν και άλλα πρόσωπα που μπορούν να αναλάβουν τη σκυτάλη της αφήγησης.