Στις αρχές του 2026 αναμένεται να ολοκληρωθούν τα έργα ανάδειξης του ναού της Παναγίας Αχειροποιήτου που εκτελεί το υπουργείο Πολιτισμού δια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης. Βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και προβλέπουν τη βελτίωση της προσβασιμότητας, τη διαμόρφωση-ανάδειξη του άμεσου περιβάλλοντος χώρου, την αποκατάσταση του λιθόκτιστου περιβόλου και την αντικατάσταση του μεγαλύτερου μέρους των κιγκλιδωμάτων του, προκειμένου να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη θέαση του μνημείου. Το πρότζεκτ, προϋπολογισμού 500.000 ευρώ, χρηματοδοτείται από το υπουργείο Πολιτισμού με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
O ναός της Παναγίας Αχειροποιήτου οφείλει το όνομά του στην εικόνα της Θεοτόκου Δεομένης, την οποία, σύμφωνα με την παράδοση, δεν την είχε ζωγραφίσει ανθρώπου χέρι. Με τη συγκεκριμένη επωνυμία εμφανίζεται σε χρυσόβουλο του Μιχαήλ του Θ’. Αποτελεί εξαίσιο αρχιτεκτόνημα του τέλους του 5ου αιώνα και μείζον μνημείο βυζαντινής τέχνης της Θεσσαλονίκης. Τα ψηφιδωτά, ο διάκοσμος και οι φορητές εικόνες της συγκροτούν θησαυροφυλάκιο βυζαντινής τέχνης.
«Το 1988, η UNESCO συμπεριέλαβε στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της πόλης, ανάμεσά τους και τον ναό της Παναγίας Αχειροποιήτου. Το έργο, το οποίο εκτελεί με γοργούς ρυθμούς η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, αφορά στη βελτίωση της προσβασιμότητας στο μνημείο, στη διαμόρφωση και την ανάδειξη του περιβάλλοντος χώρου του, στην ενεργειακή αναβάθμιση και την πυρασφάλειά του», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.

Στη σημερινή της μορφή, η Αχειροποίητος αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα πρωτοβυζαντινής ξυλόστεγης βασιλικής, ελληνιστικού τύπου, με νάρθηκα και υπερώα. Λόγω της συμμετρικής ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής, της μορφολογικής ομοιογένειας του γλυπτού διακόσμου και της νατουραλιστικής τεχνοτροπίας των διατηρημένων εντοίχιων ψηφιδωτών, ο ναός μπορεί να θεωρηθεί ως η αρτιότερα διατηρούμενη αρχιτεκτονική σύνθεση της ύστερης αρχαιότητας στη Θεσσαλονίκη.
Βάσει νεότερων ερευνών, η Αχειροποίητος ανεγέρθηκε χωρίς υπερώα στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα. Τα υπερώα, ένας μη διατηρούμενος φωταγωγός και εκτεταμένα προσκτίσματα προστέθηκαν στο κτίριο στα μέσα του 7ου αιώνα, ενώ εκτεταμένες επεμβάσεις στην ανωδομή επαναλήφθηκαν στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα. Τον πρώιμο 13ο αιώνα προστέθηκε στο νότιο κλίτος μνημειακή τοιχογραφία των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Μεταγενέστερες επεμβάσεις, έπειτα από τη μετατροπή του σε ισλαμικό ευκτήριο το 1430, αλλοίωσαν τη μορφή του κτιρίου, το οποίο έλαβε την οριστική μορφή του κατά την αναστύλωση της περιόδου 1909-1914.
Ο ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΣΣΙΣΚΟΙ

Ο ναός καταλαμβάνει ένα οικοδομικό τετράγωνο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. «Ο περιβάλλων χώρος του ναού οριοθετείται -και στις τέσσερις πλευρές του- από λιθόκτιστο, κατά κανόνα, περίβολο, ο οποίος κατασκευάστηκε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου (1920-1940). Επισκευάστηκε και ανυψώθηκε στη βορειανατολική γωνία του την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πεσσίσκοι, που χρονολογούνται από τη δεύτερη φάση επισκευής και συμπλήρωσης του περιβόλου κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1949), χαρακτηρίζονται από τοπική αποδιοργάνωση της δομής τους, ενώ ένας εξ αυτών, στο νότιο τμήμα του περιβόλου, έχει ήδη καταρρεύσει», αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού.