Είναι ξεκάθαρο πως στις εκλογές της 25ης Ιουνίου συγκρούονται δύο διαφορετικές οικονομικές φιλοσοφίες. Επίσης ξεκάθαρο είναι ότι και οι δύο έχουν δοκιμαστεί. Η μία κατά τη διάρκεια της 4ετούς διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα και η άλλη κατά τη διάρκεια της 4ετούς διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στην πρώτη φορά Αριστερά, το κύριο μενού περιελάμβανε φοροκαταιγίδα που τσάκισε τη μεσαία τάξη και φοβική έως εχθρική αντιμετώπιση των ξένων επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας, με αποτέλεσμα να καθηλωθούν μισθοί και ανάπτυξη και να εκτοξευτούν η ανεργία και τα χρωστούμενα.
H «κομμουνιστική απειλή» στις ΗΠΑ
Στον αντίποδα, η επανεκκίνηση της οικονομίας με τη μείωση των φόρων, την προσέλκυση νέων επενδύσεων και την ψηφιοποίηση του κράτους ήταν ο κορμός του προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας, που οδήγησε με τη σειρά του στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, στην αύξηση των εξαγωγών, στην επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στην αύξηση του κατώτατου μισθού και των αποδοχών, στη μείωση της ανεργίας σε ιστορικό χαμηλό. Και τελικά, στο τέλος της τετραετίας, στην επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα και μια ανάσα από την επενδυτική βαθμίδα.
Οι δικαιολογίες που προβάλλει η Κουμουνδούρου είναι η εξής μία: Η οικονομική κρίση και οι μνημονιακές δεσμεύσεις δεν επέτρεπαν την υλοποίηση του οράματος, βλέπε πρόγραμμα Θεσσαλονίκης. Από την άλλη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε να αντιμετωπίσει όχι μία αλλά πολλές κρίσεις, διαδοχικές ενίοτε και παράλληλα εξελισσόμενες. Μεταναστευτική κρίση, υγειονομική κρίση, ενεργειακή κρίση και έναν πόλεμο στη γειτονιά μας.
Οπότε ναι, ας μιλήσουμε για οικονομική πολιτική και συγκεκριμένα για φόρους. Ας βγουν μπροστά τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και ας πουν με απλά λόγια ποιους θα αυξήσουν, ποιους θα μειώσουν, πού θα βρουν τα χρήματα και, το κυριότερο, πώς ορίζουν τη μεσαία τάξη.