Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Επικράτησε η αναβλητική γραμμή του Βερολίνου, με αποτέλεσμα η Σύνοδος να πετάξει την μπάλα των κυρώσεων στην «εξέδρα» του Μαρτίου, αναμένοντας τις κινήσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν.
Δυστυχώς η ολιγωρία και οι καθυστερήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποκτούν μόνιμα χαρακτηριστικά, ιδίως μετά την αποχώρηση του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ από την ηγεσία της.
Οταν για το θέμα του εμβολίου η Ευρώπη χρειάσθηκε 30 ημέρες περισσότερες από τη Βρετανία για να αποφασίσει την έναρξη της διαδικασίας ή για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης που αφορούσαν τις οικονομίες όλων των χωρών απαιτήθηκαν διαπραγματεύσεις 6 μηνών για να εγκριθούν όσα είχαν αποφασισθεί το καλοκαίρι, δεν πρέπει να απορούμε που σε ένα κρίσιμο ζήτημα όπως είναι οι σχέσεις της Ενωσης με την Τουρκία οι Ευρωπαίοι εμφανίσθηκαν άτολμοι, παραδίδοντας τα κλειδιά των εξελίξεων στον Μπάιντεν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσερχόμενος στη Σύνοδο είχε τονίσει ότι «διακυβεύεται η αξιοπιστία της Ευρώπης» και, όπως φάνηκε από τις χλιαρές διατυπώσεις για την Τουρκία στο κείμενο συμπερασμάτων, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με την αξιοπιστία τους. Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία λειτούργησαν με εθνικούς όρους προτάσσοντας τα οικονομικά τους συμφέροντα. Το Βερολίνο ενδιαφέρεται να πουλάει υποβρύχια και εξοπλισμούς στην Αγκυρα, ενώ τον Σεπτέμβριο είναι προγραμματισμένες οι εθνικές εκλογές όπου 4 εκατομμύρια ψηφοφόροι τουρκικής καταγωγής έχουν ρυθμιστικό ρόλο, η Μαδρίτη της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Σάντσεθ-Ιγκλέσιας δεν θέλει να ακούει για οικονομικές κυρώσεις λόγω της έκθεσης των ισπανικών τραπεζών στο τουρκικό πιστωτικό σύστημα, η Ρώμη κοιτάζει τα συμφέροντά της στη Λιβύη, όπου ο Ερντογάν έχει μισθοφορικό στρατό.
Η κυβέρνηση γνώριζε τις δυσκολίες αυτές, όπως επίσης και το γεγονός ότι η διαμεσολαβητική προσπάθεια που είχε αναλάβει η Γερμανία το καλοκαίρι φαλκιδεύθηκε από την Τουρκία, όταν ο Ερντογάν αντιλήφθηκε ότι διερευνητικές εντολές μπορούν να γίνουν μόνο για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Για το σκοπό αυτόν ανέπτυξε την εθνική γραμμή χωρίς να περιμένει τις αποφάσεις της Συνόδου. Προχώρησε στη συμφωνία με την Αίγυπτο για τη χάραξη ΑΟΖ αιφνιδιάζοντας το Βερολίνο και εξοργίζοντας την Αγκυρα που είδε το τουρκολιβυκό «μνημόνιο» να ακυρώνεται στην πράξη, ενίσχυσε το εξοπλιστικό της πρόγραμμα με τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ εμβάθυνε τις σχέσεις της με σημαντικούς παίκτες της ευρύτερης περιοχής, όπως είναι το Ισραήλ και χώρες του αραβικού κόσμου.
Παράλληλα, η αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ προκαλεί ευρύτερες ανακατατάξεις. Ο Ερντογάν, που είχε αναπτύξει ακόμη και οικογενειακές επιχειρηματικές σχέσεις με τον Τραμπ, καταγγέλλει τις ΗΠΑ γιατί προτίθενται να επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία λόγω της αγοράς των ρωσικών S-400, ενώ γνωρίζει ότι το περιβάλλον στην Ουάσιγκτον θα είναι διαφορετικό μετά την εγκατάσταση της διοίκησης του Τζο Μπάιντεν.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες. Η διπλωματία μας πρέπει να λειτουργεί πάντα εξετάζοντας το δυσμενέστερο σενάριο και να συνεχίσει τον μαραθώνιο των επαφών για ενίσχυση των εθνικών μας θέσεων. Ο πήχυς παραμένει υψηλά και αυτή είναι η μοναδική μας επιλογή όταν απέναντι έχουμε μία μόνιμη απειλή.
Στη Σύνοδο Κορυφής δεν ήμασταν μόνοι, όπως είχαμε βρεθεί μαζί με την Κύπρο τον περασμένο Φεβρουάριο. Χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Δανία, η Αυστρία, η Σλοβενία και άλλες βρίσκονται στο πλευρό μας, οι ισορροπίες εντός της Ευρώπης έχουν αλλάξει. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη μακρύς δρόμος προκειμένου η Ευρώπη να δράσει ως Ενωση και όχι ως παράρτημα του γερμανοτουρκικών σχέσεων.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση