Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Το τοπίο εκπαιδευτικής φτώχειας, που περιγράφει η έκθεση, είναι πιο ανησυχητικό από αυτό της οικονομίας. Η υποβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος δημιουργεί τις συνθήκες νέας μεγάλης κρίσης. Eάν οι σημερινοί έφηβοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε στοιχειώδεις μαθησιακές ανάγκες, πολύ δύσκολα θα καλύψουν ποιοτικές θέσεις εργασίας και θα δημιουργήσουν τη νέα παραγωγική και επιστημονική γενιά του μέλλοντος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αφορούν το 2019 και δημοσιεύθηκαν στην «Καθημερινή», ένα μεγάλο ποσοστό των μαθητών δεν διαθέτει βασικές δεξιότητες στη γραφή, στην ανάγνωση και στα μαθηματικά. Μάλιστα, σε σύγκριση με το 2009, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί δραματικά.
Οι σχολικές επιδόσεις των μαθητών χειροτερεύουν αλλά όλοι μπορούν να εισαχθούν στα πανεπιστήμια, ακόμη και με λευκή κόλλα όπως τα κατάφερε ο Γαβρόγλου, μεταφέροντας τα προβλήματα στο τριτοβάθμιο σκαλί της Παιδείας.
Στα μαθηματικά το 36% των Ελλήνων μαθητών έχει χαμηλή επίδοση, όταν το 2009 το ποσοστό βρισκόταν στο 30% και ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι στο 22%.
Στην ανάγνωση χαμηλές επιδόσεις έχει το 27% των Ελλήνων, από 21% που ήταν το 2009 και με τον μέσο κοινοτικό όρο στο 20%.
Αντίστοιχα, στις φυσικές επιστήμες ένα στα τρία Ελληνόπουλα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα, από 25% που ήταν πριν από 10 χρόνια και ενώ ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι μόλις 20%.
Αλήθεια, όμως, φταίνε οι δεκαπεντάχρονοι που δεν μπορούν να κατανοήσουν τα μαθηματικά ή πολύ περισσότερο έχουν προβλήματα στην ανάγνωση; Ασφαλώς όχι. Είναι ζήτημα χρημάτων η αναβάθμιση του σχολείου; Οχι απαραίτητα, οι μαθητές φτωχότερων χωρών σε Ευρώπη αλλά και σε Ασία έχουν καλύτερες επιδόσεις χωρίς τις δικές μας εκπαιδευτικές «ανέσεις».
Το ελληνικό σχολείο διαρκώς χειροτερεύει γιατί πολύ απλά δεν γίνεται η στοιχειώδης αξιολόγηση δομών, μονάδων και διδακτικού προσωπικού. Ολα έχουν αφεθεί στη φροντιστηριακή εκπαίδευση. Το βλέπουμε να συμβαίνει στους μαθητές της Γ’ Λυκείου που πηγαίνουν στο σχολείο μόνο για να μην υπερβούν τον επιτρεπόμενο αριθμό απουσιών, θεωρώντας το φροντιστήριο και τα ιδιαίτερα μαθήματα για όσους μπορούν κύριους εκπαιδευτικούς πυλώνες προκειμένου να περάσουν στο πανεπιστήμιο.
Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει πριν φτάσουμε στο σημείο η χώρα να υποστεί ένα εθνικό κραχ, όπου κανείς νέος δεν θα μπορεί να κατανοεί γραφή, μαθηματικά και ανάγνωση.
Το πρωτεύον ζήτημα της Παιδείας δεν είναι το πώς θα γίνεται η εισαγωγή των μαθητών σε ΑΕΙ, αυτή είναι η κατάληξη της εκπαιδευτικής πολιτικής που ξεκινά από την προσχολική ηλικία. Η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως γνωρίζει άριστα το πώς λειτουργούν τα προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα σε Ευρώπη και ΗΠΑ και τι μπορεί να γίνει στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δομών δεν είναι τιμωρητικό μέσο, ούτε «αντεργατικός» μηχανισμός όπως υποστηρίζουν οι δυνάμεις της αδράνειας, που δεν ενοχλούνται από το βάλτωμα της Παιδείας, όταν μάλιστα αρκετοί συντηρούνται από την παραπαίδεια. Το σχολείο πρέπει να αποκτήσει ξανά το ρόλο της βασικής μαθησιακής κυψέλης, οι εκπαιδευτικοί να «ζουν» μέσα από την πρόοδο των παιδιών τους και οι γονείς να μην υποχρεώνονται σε εξοντωτικές δαπάνες επειδή δεν γίνεται σωστά η δουλειά στο γυμνάσιο της γειτονιάς τους.
Μέσα από την αξιολόγηση θα εντοπισθούν προβλήματα που μπορούν να επιλυθούν μέσα από την κατάρτιση των εκπαιδευτικών και τη διόρθωση αστοχιών. Είναι κοινό μυστικό ότι κάθε σχολική μονάδα ξέρει τις αδυναμίες της. Από τη διεύθυνση μέχρι τους γονείς και (ιδίως) τους μαθητές. Πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσουμε κατάματα τα προβλήματα γιατί η επιδείνωση που καταγράφηκε τα τελευταία 10 χρόνια στις επιδόσεις των μαθητών θα μοιάζει με επίτευγμα στην επόμενη έρευνα του 2029.
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου