Δεν είναι καθόλου λογικό, όμως, ένας καθηγητής πανεπιστημίου, όπως π.χ. ο Π. Δουδωνής, να εκτοξεύει κανονικές κοτσάνες, όπως η χθεσινή: «Θα σας κάνω μία ερώτηση: Θα μου δώσετε 11,5 ευρώ, να σας δώσω πίσω 1 ευρώ. Σας φαίνεται μια καλή ανταλλαγή, συμφέρουσα;». Είχε προηγηθεί η, επίσης, παράλογη, αλλά κανονική κοτσάνα του εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Γ. Καραμέρου, ότι η κυβέρνηση από τα 11 δισ. ευρώ υπερπλεονάσματος επιστρέφει στους πολίτες… 590 εκατ. ευρώ. Και οι δύο κοτσάνες πηγάζουν από τον ίδιο οικονομικό αναλφαβητισμό, αλλά και τον ίδιο πολιτικό τυχοδιωκτισμό.
Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα το έθεσε καθαρά χθες και ο Π. Μαρινάκης: Είτε μας ζητάνε να μην πληρώσουμε τις δανειακές υποχρεώσεις μας είτε κοροϊδεύουν τον κόσμο. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, απαντώντας στο ερώτημα-δίλημμα που έθεσε, είπε πως πιστεύει ότι «κάνουν το δεύτερο». Δηλαδή, κοροϊδεύουν τον κόσμο. Προφανώς, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποτιμά την άγνοια που περιφέρουν ανερυθρίαστα από κανάλι σε κανάλι. Οπως υποτιμά, ίσως, και τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό ο οποίος υπάρχει στην πρώτη εκδοχή του ερωτήματός του, δηλαδή μη πληρωμή των χρεών, άρα νέα χρεοκοπία της χώρας.
Το τελευταίο, μην ξεχνάμε, ήταν η κυρίαρχη άποψη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. στην περίφημη «περήφανη διαπραγμάτευση», η οποία έγινε κομμάτια και θρύψαλα συγκρουόμενη με τη σκληρή πραγματικότητα και με τα Μνημόνια, που δεν σκίζονταν με τίποτα. Αλλά η «άποψη»-εκβιασμός ήταν η ίδια. Και τότε που ο Αλ. Τσίπρας και ο Γ. Βαρουφάκης έλεγαν ότι θα χτυπάνε τα νταούλια και θα χορεύουν οι αγορές ή ότι θα μας παρακαλάνε να μας δανείσουν, ήταν ειλικρινείς μέσα στην παιδαριώδη άγνοιά τους. Εκεί συνυπήρξαν η άγνοια και ο τυχοδιωκτισμός. Αρα, αποδεδειγμένα, είναι στοιχεία του πολιτικού DNA τους. Γι’ αυτό και ο συνεχιστής της «άποψής» τους, ο Γ. Καραμέρος, πάλι πατάει σε δύο βάρκες: το αριστερό πόδι στην άγνοια και το δεξί στον τυχοδιωκτισμό.
Ο Π. Μαρινάκης, επίσης, μάλλον ξέχασε και κάτι άλλο, το οποίο παραπέμπει στην άγνοια των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Το είχε ομολογήσει πρώτος ο μέγας οικονομολόγος Αλ. Τσίπρας και το επανέλαβε η Εφη Αχτσιόγλου: Αδυνατούσαν να καταλάβουν πώς γίνεται να αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα χωρίς να αυξάνονται οι φόροι, πόσω μάλλον όταν μειώνονται οι φόροι. Το ίδιο λένε και τώρα. Οτι το πλεόνασμα προκύπτει από την… υπερφορολόγηση, όταν έχουν μειωθεί την τελευταία εξαετία πάνω από 70 φόροι. Αδυνατούν να καταλάβουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ αποδίδει περισσότερα φορολογικά έσοδα με μειωμένους ή και με τους ίδιους φορολογικούς συντελεστές. Αδυνατούν να καταλάβουν τι σημαίνει αύξηση των εισοδημάτων ή καταπολέμηση έστω μέρους της φοροδιαφυγής.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως κατανοητό, γιατί συντίθεται από άγνοια, ψέματα, πολιτικό τυχοδιωκτισμό και λαϊκισμό. Ομως, το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη τι δουλειά έχει να ταυτίζεται -πάλι- με τον συνασπισμό του λαϊκισμού; Θεωρητικά καμία, πρακτικά -δυστυχώς- κατ’ εξακολούθηση και πολλές. Καθώς συμμετέχει και σε δύο άλλες φτηνές δραστηριότητες. Συμμετέχει, όπως ο Π. Δουδωνής, στο «γιατί το πακέτο των παροχών είναι μόνο 1 δισ. ευρώ και όχι 11;», στο «γιατί τώρα και όχι πριν από το Πάσχα;» και στην παραμυθία -επί του παρόντος- του 13ου και του 14ου μισθού.
Συμμετέχει, όμως, και σε μια ιδιότυπη ομοιοπαθητική, με στόχο να γίνει στρουθοκάμηλος, πιστεύοντας πως η κοινωνία δεν βλέπει την ανικανότητά του να γίνει εναλλακτική πρόταση, επειδή έχει χώσει το κεφάλι του στην άμμο της Ζ. Κωνσταντοπούλου. Τι λέει; Και το 2003, όταν ο Κ. Σημίτης είχε δώσει, προεκλογικά, το θηριώδες, για την εποχή, πακέτο παροχών 1,3 δισ. ευρώ, έχασε τις εκλογές του 2004. Ανιστόρητο. Ο Κ. Σημίτης και οι κυβερνήσεις του είχαν ένα μεγάλο βαρίδι κι ένα σοβαρό πρόβλημα. Το βαρίδι ήταν ότι η επταετία του πρώην πρωθυπουργού από τη μέση και μετά ανέδυε από παντού μια αχλή διαφθοράς. Το σοβαρό πρόβλημα ήταν ότι απέναντί του είχε έναν, τότε, σοβαρό αντίπαλο. Τον «φρέσκο» Κ. Καραμανλή, που υποσχόταν «επανίδρυση του κράτους».
Η Ν.Δ. τώρα, παρά τις «μονοθεματικές επιθέσεις» που δέχεται κατά ριπάς, δεν έχει στιγματιστεί από την πλειοψηφία της κοινωνίας ούτε σαν «δολοφόνος» και «εγκληματίας» ούτε σαν «εστία διαφθοράς». Κι ακόμα, δεν έχει ούτε αντίπαλο με κάποια φρεσκάδα ή κάποια μεγάλη ιδέα για τη χώρα.
ΑΙΧΜΗ
ΤΕΛΟΣ Η ΔΕΛΦΙΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η συνέντευξη του Κ. Μητσοτάκη στον Alpha και στον απόηχο των μεγάλων συλλαλητηρίων για τα Τέμπη αποδείχθηκε ολέθριο λάθος, το οποίο τον βασάνισε πολύ. Αντιθέτως, η προχθεσινή συνέντευξή του στο «Πρώτο Θέμα» αποδεικνύεται βαρύνουσα θετικά. Ξεκαθάρισε με απόλυτο τρόπο ότι ο ίδιος θα οδηγήσει τη Ν.Δ. στις εκλογές του 2027, με στόχο την τρίτη κυβερνητική θητεία, και εξήγησε και τους λόγους. Θέλει η αναθεώρηση του Συντάγματος να φέρει και τη δική του σφραγίδα και θέλει να είναι ο πρωθυπουργός της χώρας όταν η Ελλάδα, στο δεύτερο εξάμηνο του 2027, αναλάβει την προεδρία της Ε.Ε.
Η Ν.Δ. όχι μόνο δεν καταρρέει, αλλά ανακάμπτει, δείχνοντας ότι θα ξεπεράσει άνετα το 25% που δίνει το μπόνους των 50 εδρών και πρακτικά σημαίνει ότι δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή της Ν.Δ. Οταν η αντιπολίτευση παραμένει ένα πολυκατακερματισμένο και ασυνεννόητο συνονθύλευμα, χωρίς ηγέτη. Μια άμεση δεύτερη προσφυγή στις κάλπες, όπως και το 2023, σε αυτές τις συνθήκες, δεν κάνει την αυτοδυναμία τόσο μακρινή όσο ίσως φαίνεται τώρα.
Η παρουσία του Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόμματος και της κυβέρνησης βάζει τέλος στη δελφινολογία, η οποία «φούντωσε» στο τρίμηνο της μεγάλης κρίσης λόγω της τραγωδίας των Τεμπών. Αν μιλούσε κανείς εκείνον τον καιρό με τους «δελφίνους» ή με βουλευτές οι οποίοι τους «στήριζαν», θα νόμιζε ότι σήμερα, αύριο, άντε μεθαύριο, «πέφτει ο Μητσοτάκης». Χωρίς, βέβαια, κανείς εξ αυτών να μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει πώς ακριβώς και με ποια διαδικασία θα μπορούσε να γίνει αυτό, αν ο Κ. Μητσοτάκης δεν έφευγε με δική του πρωτοβουλία.
Ο Κ. Μητσοτάκης, λοιπόν, ξεκαθάρισε ότι δεν προτίθεται να «διευκολύνει», αλλά, αντιθέτως, θα διεκδικήσει και τρίτη θητεία. Λήξη συναγερμού. Οι «υποψηφιότητες» αποσύρθηκαν εξίσου διακριτικά όπως «κατατέθηκαν» σε δείπνα και μαζώξεις στα βόρεια προάστια και οι βουλευτές που ήταν έτοιμοι να πάρουν πρωταγωνιστικούς ρόλους στη μετα-Μητσοτάκη Ν.Δ. επιστρέφουν στα «κυβικά» τους και στον κανονικό ρόλο τους.
Η εξέλιξη αυτή, όπως ήδη φαίνεται, επαναφέρει τη Ν.Δ. και την κυβέρνηση στις εργοστασιακές ρυθμίσεις τους. Η κυβέρνηση προσπαθεί να γίνει κάτι σαν το… πλεόνασμα, δηλαδή να υπεραποδώσει, επιταχύνοντας μεταρρυθμίσεις και τομές. Ταυτόχρονα, αποκαθιστά την αξία της πολιτικής σταθερότητας, την οποία η αντιπολίτευση, μη έχοντας κάτι να αντιπροτείνει, προσπάθησε να απαξιώσει. Με το αμίμητο που έλεγαν «να πέσει και βλέπουμε τι κάνουμε»…