Πράγματι, ένα τέτοιο περιστατικό συνέβη στις 16 Μαρτίου 1968 στο μικρό χωριό Μι Λάι του Νότιου Βιετνάμ, όταν έλαβε χώρα η μεγαλύτερη σφαγή αμάχων εκείνου του πολέμου. Το τραγικό αυτό γεγονός ίσως να έμενε άγνωστο ή θαμμένο μαζί με τα πτώματα των Βιετναμέζων αμάχων, αν, σαν σήμερα, το 1969 ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος Σέιμουρ Χερς δεν παρέκαμπτε το «εθνικό συμφέρον» και δεν αποκάλυπτε την ιστορία της σφαγής στο Μι Λάι.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Πρώτα ας εξετάσουμε το ιστορικό των εμπλεκομένων. Ο 3ος Λόχος της 11ης Ελαφράς Ταξιαρχίας φτάνει στο Βιετνάμ ένα χρόνο πριν, το 1967. Οι περισσότεροι στρατιώτες είναι νέοι, με μέσο όρο ηλικίας τα 20 έτη, έχουν εκπαιδευτεί στη Χαβάη και θεωρούνται μια ικανή και μάχιμη μονάδα του αμερικανικού στρατού. Ενας από τους αξιωματικούς είναι ο υπολοχαγός Ουίλιαμ Κάλεϊ, ένας νευρικός και ευέξαπτος άνθρωπος που δεν διστάζει να κάνει ό,τι χρειαστεί για να εντυπωσιάσει τους ανωτέρους του. Ο Κάλεϊ δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους άντρες του και υπάρχουν φορές που ο λοχαγός Μεντίνα τον βρίζει μπροστά σε όλους.
Τον Ιανουάριο του 1968 οι Βιετκόνγκ και ο τακτικός στρατός ξεκινούν μια μεγάλη επιχείρηση που θα διαρκούσε μήνες, την επίθεση Τετ. Στόχος τους ήταν να χτυπήσουν διοικητικά κέντρα σε όλη την επικράτεια και να στρέψουν τον πληθυσμό ενάντια στην κυβέρνηση της Σαϊγκόν. Στη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων, η υπηρεσία πληροφοριών των Αμερικανών θεωρεί ότι η 48η Ταξιαρχία των Βιετκόνγκ στεγάζεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή της επαρχίας Κουάνγκ Νγκάι. Ενα χωριό εντοπίζεται στην περιοχή αυτή, το οποίο ονομάζεται Μι Λάι και οργανώνεται σχέδιο επίθεσης που συμπεριλαμβάνει την 11η Ταξιαρχία. Ο συνταγματάρχης Χέντερσον προτρέπει τους αξιωματικούς του να «μπουν μέσα δυναμικά, να εντοπίσουν τον εχθρό και να τον καταστρέψουν μια και καλή».
Την προηγούμενη ημέρα ο λοχαγός Μεντίνα αναφέρει στους άντρες του πως στις 7 το πρωί οι άμαχοι θα έχουν φύγει για την αγορά και πως οι εναπομείναντες θα είναι σίγουρα Βιετκόνγκ ή υποστηρικτές τους. Επίσης, οι υφιστάμενοί του τον ρωτούν αν θα έπρεπε να σκοτώσουν αμάχους. Οι μαρτυρίες δεν συμφωνούν ως προς την απάντησή του, αλλά φέρεται να ενθάρρυνε την εξόντωση των ανταρτών και όλων των «υπόπτων». Η συγκεκριμένη μονάδα του Μεντίνα δεν είχε εμπλακεί σε μάχες τους τελευταίους τρεις μήνες, αλλά είχε υποστεί απώλειες από νάρκες, παγίδες και ελεύθερους σκοπευτές. Οι στρατιώτες της ήταν ανυπόμονοι να δράσουν. Σημειώνουμε εδώ πως σε μεγάλη μερίδα των στρατιωτών επικρατεί η άποψη πως «οτιδήποτε δεν είναι λευκό ή νεκρό είναι Βιετκόνγκ». Κατά την εκπαίδευσή τους ή και αργότερα, δεν ενημερώνονται σχετικά με τις διατάξεις της Συνθήκης της Γενεύης και είναι φανερό πως ο στρατός θέλει να είναι φονικές μηχανές και τίποτα περισσότερο.
Την υπόθεση ανέλαβε να ερευνήσει ο Κόλιν Πάουελ -πρώην υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μπους-, που τότε ήταν ταγματάρχης, ο οποίος αποφάσισε πως δεν υπήρξε τίποτα το μεμπτό
Το επόμενο πρωί ο 3ος Λόχος προσγειώνεται με ελικόπτερα και προσεγγίζει το χωριό, από το οποίο δεν φαίνονται σημάδια αντίστασης. Ξαφνικά, μια διμοιρία ανοίγει πυρ εναντίον μιας θέσης όπου πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρχουν Βιετκόνγκ. Σύντομα, όλοι οι στρατιώτες βρίσκονται σε κατάσταση αμόκ. Πυροβολούν παντού, χρησιμοποιούν τα όπλα τους, χειροβομβίδες ακόμη και ξιφολόγχες, σκοτώνουν αμάχους, ζώα και καταστρέφουν τα κτίρια.
Κάποια στιγμή, ο Κάλεϊ συγκεντρώνει μια ομάδα 80 αμάχων στο κέντρο του χωριού και δίνει διαταγή να εκτελεστούν. Στη διάρκεια της ημέρας 400-500 άμαχοι εξοντώνονται. Στα σώματα κάποιων από αυτούς χαράζονται τα διακριτικά «C Company», δηλαδή 3ος Λόχος. Ενας στρατιώτης του λόχου αργότερα δηλώνει πως: «Δεν χρειαζόταν να αναζητήσεις κανέναν για να σκοτώσεις, απλά βρίσκονταν εκεί. Τους έκοβα το λαιμό, τα χέρια, τις γλώσσες, τα μαλλιά. Το έκανα. Πολλοί άλλοι το έκαναν και εγώ απλά ακολούθησα. Απλά έχασα κάθε έννοια διεύθυνσης».
Οσο συμβαίνουν όλα αυτά, ο Χιου Τόμσον, πιλότος ελικοπτέρου, πετά πάνω από το χωριό παρατηρώντας τη σφαγή. Ο Τόμσον και το πλήρωμά του βλέπουν ακόμα και τον ίδιο τον Μεντίνα να δολοφονεί εν ψυχρώ μια γριά και αποφασίζουν να προσγειωθούν. Το πρώτο πράγμα που αντικρίζουν είναι ένα χαντάκι γεμάτο πτώματα, αλλά και ζωντανούς Βιετναμέζους που πασχίζουν να βγουν έξω. Ο Τόμσον ζητά από ένα λοχία να τους βοηθήσει και η απάντηση που λαμβάνει είναι ότι θα τους «έσωζε από τη μιζέρια τους». Ενώ ο Τόμσον απογειώνεται, ο εν λόγω λοχίας τους πυροβολεί όλους.
Στη συνέχεια, το πλήρωμα του ελικοπτέρου προσπαθεί να σώσει κάποιους άμαχους που έχουν εγκλωβιστεί μέσα σε ένα όρυγμα. Ο Τόμσον διατάζει το πλήρωμά του να ανοίξει πυρ στους άντρες του 3ου Λόχου αν επιχειρήσουν να σκοτώσουν τους αμάχους. Επίσης, ο Τόμσον συνομιλεί με τον Κάλεϊ και του ζητά να τους βγάλει από το όρυγμα. Η απάντηση του Κάλεϊ είναι πως «ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι με μια χειροβομβίδα». Ο Τόμσον πάντως καταφέρνει να τους απομακρύνει με το ελικόπτερό του αποφεύγοντας την αιματοχυσία.
Στον απόηχο του μακελειού, ο στρατός των ΗΠΑ δεν καταμετρά τους νεκρούς και οι δύο πλευρές αναφέρουν μετά από χρόνια 347 και 504, αντίστοιχα. Το περιοδικό του στρατού «Αστέρια και Ρίγες» γράφει εκείνες τις μέρες για την επιχείρηση: «Οι άντρες του πεζικού σκότωσαν 128 κομμουνιστές στο Μι Λάι σε μάχη που διήρκησε μία ημέρα». Μία αρχική έρευνα που διεξάγεται από τον Χέντερσον καταλήγει στο συμπέρασμα πως 22 άμαχοι σκοτώθηκαν χωρίς να υπάρχει πρόθεση. Εξι μήνες αργότερα ένας στρατιώτης της 11ης Ταξιαρχίας, ο Τομ Γκλεν, γράφει μια επιστολή προς τον ανώτατο διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στο Βιετνάμ, αναφέροντας τις ακρότητες τις οποίες διέπραξαν οι πεζικάριοι εις βάρος του άμαχου πληθυσμού. Τις κατηγορίες αυτές καθώς και άλλων στρατιωτών αναλαμβάνει να ερευνήσει ο γνωστός μας Κόλιν Πάουελ, πρώην υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μπους, που τότε ήταν ταγματάρχης.
Ο Πάουελ αποφασίζει πως δεν υπήρξε τίποτα το αξιόμεμπτο σε όλες αυτές τις υποθέσεις, ενώ νίβει τας χείρας του αναφέροντας ότι «σε πλήρη αντίθεση με αυτές τις περιγραφές βρίσκεται το γεγονός ότι οι σχέσεις του στρατιωτικού προσωπικού με το γηγενή πληθυσμό του Βιετνάμ είναι άριστες».
Η δίκη που έγινε… φαρσοκωμωδία
Η σφαγή του Μι Λάι θα περνούσε στο αρχείο, αλλά στα γεγονότα έχουν πάρει πολλοί μέρος και ακόμα περισσότεροι έχουν ακούσει τις διηγήσεις. Ανάμεσα στους πρώτους είναι ο Ρον Ρίντεναουερ, στρατιώτης του μοιραίου 3ου Λόχου, που αποφασίζει να γράψει επιστολές στον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον, στο Πεντάγωνο και σε διάφορα μέλη του Κογκρέσου. Απ’ όλους τους παραλήπτες της επιστολής μόνο ένας πολιτικός των Δημοκρατικών, ο Μόρις Ούνταλ, αποφασίζει να κινηθεί για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών είναι να γίνουν οι αποκαλύψεις του δημοσιογράφου Σέιμουρ Χερς, που θα οδηγήσουν στη δίκη του Κάλεϊ και άλλων στρατιωτικών, ενώ σύντομα διαρρέουν φωτογραφίες και εξιστορήσεις μαρτύρων σχετικά με το μακελειό. Υπό το βάρος των αποκαλύψεων, ο αμερικανικός στρατός αρχίζει να αλλάζει πορεία αναζητώντας την τιμωρία κάποιων, έστω ως αποδιοπομπαίων τράγων. Η έκθεση του στρατηγού Πιρς το 1970 σχετικά με το Μι Λάι είναι ενδεικτική της στροφής αυτής: «Σκότωσαν τουλάχιστον 175-200 Βιετναμέζους άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι από αυτούς μόνο 3 ή 4 ήταν Βιετκόνγκ και υπήρχε και αριθμός άοπλων υποστηρικτών τους».
Από τους 80 στρατιώτες που ανακρίθηκαν μόλις σε 25 απαγγέλθηκαν κατηγορίες ενώ μόνο ένας καταδικάστηκε σε ισόβια, αν και, ύστερα από παρέμβαση του ίδιου του Νίξον, εξέτισε τελικά… 4 μήνες
Τελικά, παρόλο που ανακρίνονται πάνω από 80 στρατιώτες και σε 25 από αυτούς απαγγέλλονται κατηγορίες, μόνο ένας τιμωρείται. Ο Κάλεϊ δηλώνει στη δίκη του πως «ένιωθα τότε και ακόμα νιώθω πως έπραξα όπως με διέταξαν, εκτέλεσα τις διαταγές μου και δεν νομίζω ότι έκανα κάτι λάθος». Το 1971 λήγει η δικαστική διαδικασία με την ισόβια καταδίκη του Κάλεϊ, όμως, στη συνέχεια, ο Νίξον αλλάζει την ποινή του, με αποτέλεσμα να παραμείνει στη φυλακή μόλις για τέσσερις μήνες. Στην Αμερική υπάρχει μεγάλη διαμάχη σχετικά με το θέμα. Πολλοί είναι αυτοί που διαδηλώνουν υπέρ του Κάλεϊ, ενώ άλλοι κατακρίνουν την απόφαση ως προσπάθεια κάλυψης. Για πρώτη φορά πάντως στα μάτια του λαού τους οι Αμερικανοί στρατιώτες διέπραξαν πράξεις τόσο ακραίες που προκάλεσαν το δημόσιο αίσθημα. Αξίζει να σημειώσουμε επίσης πως μετά από 30 χρόνια ο Τόμσον και το πλήρωμά του τιμήθηκαν με το «Παράσημο του Στρατιώτη», τη μεγαλύτερη τιμή για πράξη που έγινε εκτός μάχης. Το 1969 η μητέρα του στρατιώτη του 3ου Λόχου Πολ Μίντλο κάνει την εξής δήλωση: «Τους έστειλα ένα καλό παιδί και εκείνοι τον έκαναν δολοφόνο».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής