Τα φιλολογικά-λογοτεχνικά καφενεία αποτελούν «κυψέλες» δημιουργικότητας αφού εκεί διαμορφώνονται χαρακτήρες λογοτεχνικών έργων, γράφονται ποιητικές συλλογές, σχεδιάζονται λογοτεχνικά περιοδικά, αναβιώνοντας έτσι το ουσιαστικό νόημα της αρχαίας αγοράς.
Μετεπαναστατικά χρόνια
Συνήθως κάθε εποχή ή λογοτεχνική περίοδος έχει τα δικά της στέκια συνάντησης και προβληματισμού. Τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια κυριαρχούν τα καφενεία «Πράσινο Δενδρί» στην Ιερά Οδό, «Ωραία Ελλάς» στην οδό Αιόλου και του Γιαννόπουλου στη γωνία Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας. Εκεί συχνάζουν εκπρόσωποι του ρομαντισμού όπως οι Σπυρίδων Βασιλειάδης, Αχιλλέας Παράσχος, Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος κ.λπ. Η «Ωραία Ελλάς» κυριαρχεί στους λογοτεχνικούς κύκλους για πάνω από σαράντα χρόνια (1840-1880) αποτελώντας παράλληλα χώρο σύνταξης του αντιμοναρχικού εντύπου «Το μέλλον της πατρίδος». Εκεί άλλωστε προπηλακίζεται ο ρομαντικός αντιμοναρχικός πεζογράφος και ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η λεγόμενη γενιά του ‘80, αλλά και οι επόμενες προπολεμικές, συγκεντρώνονται, κυρίως, στα καφενεία «Ζαχαράτου», «Μαύρος Γάτος» και «Δεξαμενή». Ο τελευταίος χώρος, στην ομώνυμη περιοχή της πρωτεύουσας στους πρόποδες του Λυκαβηττού, αποτελεί για πολλά χρόνια την αθηναϊκή… Μονμάρτη ή, κατά τον Κώστα Βάρναλη, την «πνευματική κορυφή της Ρωμιοσύνης». Εκεί, κατά τον Τίμο Μωραϊτίνη, κάτω από τα φιλόξενα δένδρα «…δεν ήταν μόνον η μεγάλη υδαταποθήκη για την άρδευση της πόλεως, αλλά και η κολυμβήθρα, όπου οι παλαιοί λόγιοι εβάφτιζαν τους νέους έχοντας μέλλον. Από εκεί επάνω διοχετεύοντο εις την πόλιν το νερό και οι νέες ιδέες».
Πρώτοι θαμώνες της οι Γεώργιος Σουρής -την περίοδο που μένει στη Νεάπολη-, Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, που συμπληρώνονται στη συνέχεια από τους Κώστα Βάρναλη, Σωτήρη Σκίπη, Μάρκο Αυγέρη, Σπύρο Ματσούκα, Μιλτιάδη Μαλακάση, Ελλη Αλεξίου, Γαλάτεια Καζαντζάκη και τους ανθρώπους των λογοτεχνικών περιοδικών «Προπύλαια» και «Ηγησώ». Εμβληματική μορφή του χώρου, ο «άγιος» των ελληνικών γραμμάτων, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Στέκεται πάντα σιωπηλός, φορώντας ένα φτωχικό σκούρο πουκάμισο με μαυριδερό κετσεδένιο γιλέκο και μιλά ελάχιστα ή ψέλνει.

«Δεύτερη Βουλή»»
Την ίδια περίοδο το «κοσμικό» στέκι των ίδιων περίπου λογοτεχνικών παρεών αποτελεί το καφενείο «Ζαχαράτου» στην πλατεία Συντάγματος, που ενώ αποκαλείται «δεύτερη Βουλή», λόγω της κυριαρχίας των πολιτικών, δεν απουσίαζε η σκληρή «αντιπολίτευση» του πνευματικού κόσμου. Παρότι το καφενείο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, η παρέα της «Δεξαμενής», με προεξάρχοντες τους Ιωάννη Γρυπάρη, Γιάννη Βλαχογιάννη, Γεώργιο Δροσίνη, Γρηγόριο Ξενόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα και πολλούς άλλους λόγιους, έχει επιλέξει ως χώρο συνάθροισης μια απομονωμένη και ήσυχη γωνία στην αριστερή σάλα του παταριού.
Φυσικά, οι χώροι αυτοί αποτελούν πεδία δημιουργικής έκφρασης. Παρακάτω, ο Εμμανουήλ Ροΐδης περιγράφει τον δημιουργικό οίστρο του έτερου θαμώνα, ζωγράφου Γεωργίου Χατζόπουλου: «Ο κύπτων υπεράνω του ώμου του, όταν κάθηται παρά τράπεζαν του καφενείου Ζαχαράτου, βλέπει το μάρμαρον αυτής σκεπασμένον με παντός είδους σχεδιάσματα και μελετήματα σχετικά προς την εικόνα, την οποίαν εκάστοτε ετοιμάζει».
Εστίες φιλοσοφικών αναζητήσεων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα αποτελούν και τα καφενεία «Νέον Κέντρον» στη διασταύρωση Εμμανουήλ Μπενάκη και Σταδίου, φιλοξενώντας τον καθαρευουσιάνο ποιητή Φωκίωνα Πανά, τους δημοτικιστές Αγγελο Σικελιανό, Νίκο Καρβούνη, Αρίστο Καμπάνη και Σωτήρη Σκίπη, καθώς και αντιμαχόμενες ποιητικές σχολές, και ο αιρετικός «Μαύρος Γάτος» στη διασταύρωση Ιπποκράτους και Ακαδημίας. Στον χώρο του «Μαύρου Γάτου» κυριαρχεί η μορφή του ιδιοκτήτη, Κερκυραίου ποιητή Γεράσιμου Σπαταλά, με τη μεγάλη γενειάδα, την πλούσια κόμη και την μπέρτα του. Στα γεμάτα από λογοτεχνικά έντυπα τραπέζια συζητούν, απαγγέλλουν στίχους και τσακώνονται οι Δημήτριος Ταγκόπουλος, Τέλλος Αγρας, Δημοσθένης Βουτηράς και Μένος Φιλήντας.

Διάλυση
Η καταστροφική δεκαετία του ‘40 διαλύει κάθε κοινωνική συνοχή διαφοροποιώντας τις λογοτεχνικές τάσεις και, φυσικά, τα στέκια. Το πατάρι του Λουμίδη στην οδό Σταδίου συγκεντρώνει, απρόβλεπτα για τους ιδιοκτήτες του, όλες τις προϋποθέσεις συνάθροισης της πνευματικής αφρόκρεμας της εποχής. Είναι δίπλα στο παλαιό βιβλιοπωλείο της Εστίας, σε θέατρα και γραφεία μεγάλων εφημερίδων. Εκεί συχνάζουν, συζητούν και δημιουργούν ονόματα όπως των Οδυσσέα Ελύτη, Μάνου Χατζιδάκι, Νίκου Γκάτσου, Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργου Σεφέρη, Μίλτου Σαχτούρη, Νικηφόρου Βρεττάκου, Ανδρέα Εμπειρίκου, δηλαδή προσώπων που διαμορφώνουν τον πολιτιστικό χάρτη της χώρας στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα.
Αντίστοιχα στέκια της περιόδου αποτελούν ανά καιρούς και ανά παρέες το «Μπραζίλιαν», το «Βυζάντιον», το «Νέον» και άλλα λιγότερα γνωστά καφενεία που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις του καλού καφέ, της ζεστασιάς και της απομόνωσης για συζήτηση και… λογοτεχνικό καβγά. Πολλές φορές μάλιστα δεν αρκεί ούτε το ωράριο καταστημάτων και όταν οι θαμώνες απομακρύνονται ευγενικά από τα γκαρσόνια, οι συζητήσεις και οι διαφωνίες συνεχίζονται μέχρι το πρωί σε κάποιο σπίτι.
Μια βραδιά στο «Μπάγκειον» στην Ομόνοια
Ξεχωριστή περίπτωση φιλολογικού καφενείου αποτελεί το χαμηλοτάβανο υπόγειο του ξενοδοχείου «Μπάγκειον» Ομόνοιας. Στον Μεσοπόλεμο γίνεται επίκεντρο των φιλοσοφικών ρευμάτων της πόλης, φιλοξενώντας ονόματα όπως των Αγγελου Τερζάκη, Γιάννη Ρίτσου, Μυρτιώτισσας, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Ι.Μ Παναγιωτόπουλου, Ορέστη Λάσκου και άλλων. Περιγραφή του χώρου και των θαμώνων έχουμε το 1927 στο περιοδικό της Αλεξάνδρειας «Οθόνη».
«Εξω χιονίζει, μα στην καρδιά των Αθηνών, στο βάθος ενός υπογείου, στην Ομόνοια, κάτω από τα καμπυλωτά τόξα ενός μποέμικου ζαχαροπλαστείου, που μένει ανοιχτό έως στις 3 το πρωί, οι καλλιτεχνικοί και λογοτεχνικοί κύκλοι, αιώνιοι στη διαύγεια του πνεύματος και γέροι στο σώμα, παρ’ όλην των την νεότητα, συζητούν για… φιλολογία και τέχνη.

Χωρισμένοι σε παρέες ανάλογες, ξεχωρίζουν από όλο τον άλλο κόσμο, που συγκεντρώνεται εκεί από περιέργεια για να τους δει, γιατί χειρονομούν διαρκώς, φιλολογούν, μαλώνουν, φωνάζουν. Ανδρες και γυναίκες, νέοι και παλαιοί, καθηλωμένοι κάτω κει απ’ τ’ απόγευμα ως τις πρωινές ώρες, άλλοι μ’ έναν καφέ και άλλοι με πλούσιο μενού φαγητού και γλυκισμάτων, παρασύρονται στο αιώνιο όνειρο της ποιήσεως και στα περίεργα σχέδια μελλοντικών πραγμάτων.
Μόλις κατεβαίνω τη σκάλα με τη Μυρτιώτισσα, βλέπω μέσα σε σύννεφο καπνών αμαυρές τις σκιές των γνωστών μου θαμώνων. Είναι βράδυ -επτάμισι η ώρα- και πρόκειται να γίνει κάποια συνεδρίασις για την ίδρυση ενός λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού Συλλόγου. Απόψε πρόκειται να μαζευτούν για το σκοπόν αυτό και άλλοι σημαντικότεροι: ο σεβαστός μας διδάσκαλος Μ. Μαλακάσης, ο Βουτηράς κι άλλοι. Ετσι τραβηγμένοι σε μια γωνία του “Παγκείου” αναλύουν όλα τα προβλήματα που απασχολούν όλον τον κόσμο και ιδιαιτέρως τη φιλολογία μας. Ο Moreas αναλύεται αυθωρεί, ο Hugo εξευτελίζεται παραχρήμα, ο κυβισμός γίνεται η τέχνη η σύγχρονος και η θρησκεία του μέλλοντος, η προσπάθεια και ο αισθητισμός επιπλέει και συγκεντρώνει όλων τας συμπαθείας».