Εχετε συμπληρώσει έναν χρόνο στον θρόνο της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Σε ποια σημεία έχετε επικεντρώσει το ποιμαντικό έργο σας και γιατί;
Το ποιμαντικό έργο στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης συντονίζει ο επίσκοπος, αλλά συντελείται με τη φροντίδα όλων (ιερού κλήρου και λαϊκών συνεργατών) και, πάνω απ’ όλα, με τη Χάρη του Θεού, στην οποία όλοι μας στηριζόμαστε. Αυτό το έργο έχει ως κέντρο του την «κοινωνία», ώστε να πραγματώνεται αυτό που στην Εκκλησία ονομάζουμε «κοινότητα». Και σ’ αυτήν την κοινοτική σχέση πρώτη θέση κατέχουν οι νέοι άνθρωποι, γι’ αυτό και αγωνιζόμαστε να τους γνωρίσουμε και να αποκτήσουμε εμπειρία των ενδιαφερόντων και προβληματισμών τους. Με κέντρο την «κοινωνία» και την «κοινότητα», λοιπόν, προσφέρουμε και το υπόλοιπο ποιμαντικό μας έργο, στους τομείς της φιλανθρωπίας, του πολιτισμού, της εκπαίδευσης.
Ποιο ήταν το κίνητρο πίσω από την απόφασή σας να χρησιμοποιήσετε την τεχνολογία QR Code για να κάνετε την Καινή Διαθήκη προσβάσιμη σε ηχοβιβλίο;
Το έχουν εφαρμόσει πριν από εμάς και σε άλλες Ιερές Μητροπόλεις και θεωρήσαμε με τους συνεργάτες μας ότι είναι ένας τρόπος να γνωρίσουν οι νέοι άνθρωποι τον πλούτο της Αγίας Γραφής και τον τρόπο της ζωής τον οποίο ο Χριστός προσφέρει. Παράλληλα, προσφέρουμε και βιβλία με την Καινή Διαθήκη.
Ποια ήταν η ανταπόκριση από τους πιστούς μέχρι τώρα και ποια είναι τα σχόλια που έχετε λάβει για αυτήν την πρωτοβουλία;
Τα παιδιά εκπλήσσονται ευχάριστα από την κάρτα και, μάλιστα, χαίρομαι πολύ όταν συναντώ κάποια από αυτά και μου λένε ότι άκουσαν ή ότι ακούνε την Καινή Διαθήκη στις ώρες της ηρεμίας τους. Η Καινή Διαθήκη αποτελεί την καταγεγραμμένη εμπειρία της Εκκλησίας από την παρουσία του Χριστού στη ζωή των ανθρώπων και γι’ αυτό έχει σπουδαία αξία για τη ζωή όλων μας.

Ποια θεωρείτε ότι είναι η ιδανική σχέση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία; Πώς βλέπετε τον ρόλο της Εκκλησίας στη δημόσια ζωή;
Ιδανικές σχέσεις στην παρούσα ζωή δεν υπάρχουν. Υπάρχει διαρκής αγώνας για να καλυτερεύουν τα πράγματα και οι σχέσεις. Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας οφείλουν να είναι, κατ’ αρχάς, διακριτές, διότι η καθεμία έχει τον ρόλο της και πρέπει να ρυθμίζει «τα του οίκου της». Ταυτόχρονα είναι και σχέσεις συναλληλίας, γιατί υπάρχουν ζητήματα που είναι κοινά. Η Εκκλησία έχει λόγο στον δημόσιο χώρο, εφόσον η εκκλησιαστική ζωή δεν ανήκει στη σφαίρα του ιδιωτικού, γι’ αυτό και πάντα καταθέτει τη μαρτυρία της για τα ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του.
Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζει η Εκκλησία στην προσπάθειά της να προσεγγίσει τους νέους ανθρώπους και να τους μεταδώσει τα μηνύματά της;
Οι νέοι και η Εκκλησία συνδέονται με μια σχέση αμφιθυμίας. Σημαντική μερίδα νέων προκαλεί την Εκκλησία αμφισβητώντας την ή ζώντας μια ζωή αντίθετη από τις προδιαγραφές της, ενώ, από την άλλη, η Εκκλησία βασίζεται στους νέους για τη συνέχειά της μέσα στην ιστορία, αλλά και για τη διαρκή βελτίωση της παρουσίας της. Η πρώτη πρόκληση είναι το ζήτημα της γλώσσας. Δεν εννοώ τη λειτουργική γλώσσα, τη γλώσσα της Θείας Λατρείας, αν και είναι και αυτό ένα ζήτημα, αλλά, κυρίως, το αν με τις λέξεις που χρησιμοποιούμε καταλαβαίνουμε όλοι μας τα ίδια πράγματα.
Τα «ξύλινα» λόγια και οι «πλαστικές» ευσεβείς προθέσεις εδώ και πολλά χρόνια δεν αγγίζουν και δεν αφορούν κανέναν. Για να συναντηθούμε με τους νέους ανθρώπους του σήμερα, να κουβεντιάσουμε μαζί τους για τον Θεό, χρειάζεται να ασκηθούμε και να αγαπάμε τον διάλογο, να αγαπάμε τους νέους και να αγαπάμε τον Θεό. Απαιτείται να έχουμε παιδεία διαλόγου, ενεργητική ακρόαση, πολύπλευρη ενημέρωση σε σύγχρονα ζητήματα, θάρρος, διάκριση, αποδοχή, σεμνότητα, αγάπη και ταπείνωση. Να μπορούμε να τους ακούμε και να τους κατανοούμε, να διδασκόμαστε από αυτούς και όχι να επιχειρούμε να τους επιβάλουμε θέσεις, αντιλήψεις, ιδεολογήματα.
Να προσπαθούμε ώστε να συμμεριζόμαστε τις αγωνίες, τις ανησυχίες, τις αντιρρήσεις τους, ακόμα και την πλήρη άρνησή τους για όσα εκπροσωπούμε. Να θέλουμε να συναντηθούμε αληθινά μαζί τους και όχι να έχουμε σκοπό να τους μετατρέψουμε σε πειθήνιους ακροατές, θαυμαστές ή οπαδούς. Να είμαστε μια Εκκλησία, δηλαδή, που θα οικοδομεί όχι τόσο κτίρια αλλά ανθρώπους.
Πώς εκτιμάτε ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη επιρροή της Τεχνητής Νοημοσύνης στην πολιτιστική και τη θρησκευτική ζωή του τόπου;
Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι μια πραγματικότητα, που μας απασχολεί όλο και εντονότερα. Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει ήδη ευαισθητοποιηθεί ως προς το ζήτημα της τεχνολογικής ανάπτυξης και των συνεπειών της, γι’ αυτό και ειδικά αφιερώματα σε τρία τεύχη (90, 91 και 92) του επίσημου περιοδικού της, «Θεολογία», ασχολήθηκαν με «Το φαινόμενο της τεχνολογίας», ενώ διοργανώθηκε στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2023, διεθνές επιστημονικό συνέδριο, στο οποίο παρευρέθησαν Προκαθήμενοι Ορθόδοξων Εκκλησιών και συμμετείχαν διακεκριμένοι επιστήμονες και μελετητές από όλο τον κόσμο.
Η Εκκλησία μας πρωτοπόρησε, διότι ένα συνέδριο με τέτοια θεματική και έκταση δεν είχε έως τότε διοργανωθεί σε επίπεδο Εκκλησιών και πιθανότατα θρησκειών και πολλές από τις ανακοινώσεις του αφορούσαν την Τεχνητή Νοημοσύνη και αναδείχθηκαν ενδιαφέροντα συμπεράσματα: ότι η τεχνολογία, όπως και η επιστήμη, δεν είναι ουδέτερη, ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο η καλή ή η κακή χρήση της αλλά κάτι βαθύτερο και ότι ανατρέπει την ίδια την αντίληψή μας για τον άνθρωπο – εξ ου και πλέον μιλάμε για τον «μετάνθρωπο».
Οφείλουμε, λοιπόν, να αναδείξουμε το ζήτημα, να καταλάβουμε την ουσία και τις πραγματικές διαστάσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης με βάση τη θεολογική μας παράδοση, που υπογραμμίζει ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, και ταυτόχρονα, αξιολογώντας την Τεχνητή Νοημοσύνη και ευρύτερα τις τεχνολογικές εξελίξεις, να αντιλαμβανόμαστε πότε μας οδηγούν στη ζωή και πότε στον θάνατο.