Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Δικό του πρόβλημα μάλλον. Αν δεν έχεις καλή οπτική για ένα ζήτημα δεν μπορείς να διατυπώσεις και ορθές προτάσεις για την αντιμετώπισή του. Συνολικά το άρθρο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποτυπώνει αμηχανία και δείχνει ότι ο ίδιος δεν έχει διδαχθεί από τα λάθη του.
Ας ξεκινήσουμε από τις απαραίτητες διορθώσεις. Είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ότι «η πολιτική της κυβέρνησης θα γεννήσει κοινωνική κρίση, τεράστια μάλιστα, φανταστείτε μόνο ότι μετριοπαθείς σχετικά προβλέψεις για την ύφεση φέτος μιλάνε για μεγαλύτερη από αυτή της πιο σκληρής χρονιάς των Μνημονίων, δηλαδή του 2013, που ήταν γύρω στο 9%».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν θυμάται καλά. Η χειρότερη χρονιά των Μνημονίων ήταν το 2011, όταν η ύφεση ξεπέρασε το 9,1%. Ας ρωτήσει δίπλα του τον κ. Ραγκούση, που τότε έλυνε και έδενε ως βασικός υπουργός της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου, για να μάθει τη συνταγή της βαθιάς ύφεσης. Το 2013 η συρρίκνωση της οικονομίας είχε μειωθεί στο 3,2% και το 2014 πέρασε στην ανάπτυξη με 0,8%, για να ξαναπέσει επί Τσίπρα πλέον στα βράχια της ύφεσης, την περίοδο 2015-2016.
Δεύτερη διόρθωση. Στην ανάλυσή του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ βγάζει εντελώς από την εξίσωση της οικονομίας τις επιπτώσεις από τον κορονοϊό. Μάλιστα προχωρά σε πιο «εκκεντρικές» θέσεις, υποστηρίζει ότι η πανδημία χρησιμοποιείται ως πρόφαση από την κυβέρνηση για «αντεργατικά μέτρα υπέρ των πολλών». Η παγκόσμια οικονομία έχει βυθιστεί, ο τουρισμός και οι μετακινήσεις έχουν παραλύσει, το διεθνές εμπόριο έχει παγώσει, αλλά σύμφωνα με τη λογική του αρθρογράφου για όλα θα φταίνε «οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Μητσοτάκη», τις οποίες πάλι δεν φαίνεται να φοβούνται οι πολίτες, που με ποσοστά άνω του 70% έχουν εγκρίνει τις αποφάσεις του πρωθυπουργού για την αντιμετώπιση του κορονοϊού.
Η προσπάθεια του κ. Τσίπρα να μεταθέσει τις ευθύνες της ύφεσης από τον κορονοϊό στον Μητσοτάκη δεν πείθει κανέναν, όλοι γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει παγκοσμίως και όλοι αναγνωρίζουν ότι η κυβέρνηση έδρασε με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα για να αποτρέψει τραγωδίες τύπου Ισπανίας, των συντρόφων του Podemos και του Σάντσεθ.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Τρίτη διόρθωση. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι το κόμμα του διαφέρει από τη Νέα Δημοκρατία γιατί δεν «ζητάει εκλογές προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την πανδημία και την αγωνία χιλιάδων συγγενών που οι δικοί τους άνθρωποι βρίσκονταν στις Εντατικές». Αλήθεια, για ποια κεφαλαιοποίηση μιλάει ο κ. Τσίπρας όταν εν μέσω πανδημίας το κόμμα του υποχώρησε στο 20% και η Ν.Δ. κυμαίνεται σε επίπεδα άνω του 40%; Και ποια σύγκριση μπορεί να γίνει μεταξύ του τρόπου που η σημερινή κυβέρνηση αντιμετώπισε μια θανάσιμη απειλή πρωτοφανούς έντασης με το πώς διαχειρίστηκε κρίσεις όπως εκείνη στο Μάτι η προηγούμενη της Αριστεράς;
Τελικό συμπέρασμα: όσο ο κ. Τσίπρας δεν προχωράει σε σοβαρή αυτοκριτική και βλέπει διαρκώς «νεοφιλελεύθερα φαντάσματα», θα βλέπει την απόσταση να μεγαλώνει, όχι μόνο από τον Μητσοτάκη αλλά και από την κοινωνία.
ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΝΕ ΤΑ… ΜΜΕ
Για άλλη μια φορά ο κ. Τσίπρας τα έβαλε με τα media. «Ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν είχε στο πλευρό του τα μέσα ενημέρωσης, από τη στιγμή που έγινε ορατή η προοπτική εξουσίας πάντοτε δεχόταν πόλεμο», ανέφερε στο άρθρο του στην «Αυγή» αποκρύπτοντας ότι επί των ημερών του στο Μαξίμου επιχειρήθηκε η συγκέντρωση των τηλεοπτικών σταθμών με τους γνωστούς εργολάβους και τα βοσκοτόπια. Αλήθεια, ο κ. Τσίπρας από ποια τηλεοπτικά κανάλια έχει παράπονα;
Ο ίδιος χαρακτήρισε «πληγή εναντίον της διαφάνειας και του πλουραλισμού αλλά και της δημοκρατίας το γεγονός ότι η κυβέρνηση μοιράζει στα Μέσα με πρόσχημα την πανδημία 20 εκατομμύρια ευρώ, χωρίς ίχνος λογοδοσίας, μετατρέποντας τη δήθεν καμπάνια ενημέρωσης σε όργανο εκβιασμού και χειραγώγησης των Μέσων». Οι πολίτες δεν έχουν την ίδια άποψη με αυτή του κ. Τσίπρα. Σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης οι θετικές γνώμες για το ρόλο των μέσων ενημέρωσης αυξήθηκαν γιατί εν μέσω πανδημίας εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί παρείχαν αξιόπιστη πληροφόρηση με σεβασμό στην επιστημονική αλήθεια και σύμφωνη με την κρισιμότητα των στιγμών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που τον Απρίλιο του 2018 μείωσε τους φόρους των καναλαρχών από το 20% στο 5% και μαζί με τους ιδιοκτήτες καζίνο ήταν οι μοναδικοί επιχειρηματίες που είδαν ελαφρύνσεις, ενώ είχε αποφασίσει να διανείμει στα media αρκετά εκατομμύρια με σχετική υπουργική απόφαση, που δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ. Δεν φταίνε τα μέσα ενημέρωσης για τις χαμηλές πτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ας βρει αλλού τους φταίχτες ο πρόεδρος.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση