Τα κονδυλώματα είναι οι λεγόμενες «μυρμηγκιές των γεννητικών οργάνων». Ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια του ιού HPV (Human Papilloma Virus), δηλαδή του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων. Πρόκειται για το πιο συχνό σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα. Υπολογίζεται ότι περίπου το 80% του πληθυσμού των σεξουαλικά ενεργών ατόμων θα έρθουν σε επαφή με τον ιό σε κάποια στιγμή της ζωής τους. Από αυτά τα άτομα, μόνο το ένα τέταρτο (25%) θα κάνουν κλινική εκδήλωση, δηλαδή θα εμφανίσουν κονδυλώματα που είναι ορατά κατά την κλινική εξέταση.
Πώς «μεταδίδονται» τα κονδυλώματα
Η κύρια οδός μετάδοσής τους είναι η σεξουαλική επαφή. Γενικά, όταν κάποιο άτομο έρθει σε επαφή με τον ιό, προκύπτουν δύο ενδεχόμενα: ή θα παραμείνει φορέας ή θα απορρίψει τον ιό. Εάν δεν κολλήσει άλλο στέλεχος του ιού μετά από δύο χρόνια μπορεί να αυτοϊαθεί (συμβαίνει στο 50% των περιπτώσεων).
Πώς γίνεται η διάγνωση
Εμφανίζονται κάποια μικρά σπυράκια που ομοιάζουν με μικρά «κουνουπιδάκια», τα οποία όταν εντοπιστούν κατά την κλινική εξέταση καθιστούν δεδομένη τη μόλυνση από τον ιό. Δυστυχώς, δεν υπάρχει εξέταση αίματος που να τεκμηριώνει την ύπαρξη του ιού. Συνεπώς, η διάγνωση γίνεται – κατά κανόνα – κλινικά. Εάν χρειαστεί να τεκμηριώσουμε τη διάγνωση θα πάρουμε ένα κομματάκι δέρματος και θα γίνει βιοψία.
Εάν θέλουμε να δούμε για ποιο στέλεχος του ιού πρόκειται, τότε θα πρέπει να κάνουμε PCR. Το PCR είναι μια τεχνική ελέγχου που μας επιτρέπει όχι μόνο να διαπιστώσουμε την ύπαρξη του ιού, αλλά και να δούμε ποιο στέλεχός του είναι.
Καθοριστική η διερεύνηση της ταυτότητας του ιού
Η διαπίστωση της «ταυτότητας» του στελέχους έχει σημαντική κλινική αξία, καθώς ορισμένα στελέχη ενοχοποιούνται για την εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Διαπιστώνοντας, συνεπώς, την ταυτότητα του στελέχους του ιού μπορούμε να ελέγξουμε αν αυτό είναι υψηλού ή χαμηλού κινδύνου όσον αφορά στην πρόκληση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Μάλιστα, τα ίδια στελέχη είναι υπεύθυνα για τον καρκίνο του πρωκτού και για τον καρκίνο του πέους, ωστόσο αυτοί οι δύο είναι πολύ πιο σπάνιοι καρκίνοι από αυτόν του τραχήλου της μήτρας.
«Tissue is the issue»: Ο δρόμος προς την εξατομίκευση της ογκολογικής θεραπείας
Με ποιον τρόπο μπορώ η γυναίκα να μάθει αν έχει κολλήσει τον ιό HPV;
Στην περίπτωση των γυναικών, έχουμε τη δυνατότητα ανίχνευσης του ιού με το test-pap, δηλαδή τη λήψη κυττάρων από τον τράχηλο της μήτρας. Οι κυτταρολόγοι μπορούν να εντοπίσουν μικροσκοπικά αλλοιώσεις των κυττάρων από τον HPV. Επίσης, με τη βοήθεια του HPV-DNA test μπορούμε να αναγνωρίσουμε επικίνδυνα στελέχη του ιού που μπορεί να δημιουργήσουν κακοήθεια τραχήλου της μήτρας.
Το test αυτό προτείνεται σε γυναίκες άνω των 30 ετών, ως συμπλήρωμα του test-pap. Επίσης, για παρακολούθηση της ασθενούς μετά από λοίμωξη με τον HPV.
Ποια είναι η θεραπεία των κονδυλωμάτων
Στην περίπτωση που δούμε κάτι με το μάτι κατά την κλινική εξέταση, ξεκινάμε θεραπεία η οποία συνίσταται στην καταστροφή των βλαβών (τα σπυράκια ή τα «κουνουπιδάκια») είτε με κρυοθεραπεία με τη χρήση υγρού αζώτου, είτε με «κάψιμο» με λέιζερ. Προσοχή όμως: με τη θεραπεία αυτή, δυστυχώς, δεν σκοτώνουμε τον ιό, καταστρέφουμε όμως την εκδήλωσή του. Εάν θέλουμε να μειώσουμε την πιθανότητα υποτροπής και την ασυμπτωματική μετάδοσή του, συμπληρώνουμε την παραπάνω θεραπεία με τοπική αγωγή η οποία κάνει ανοσοδιέγερση, δηλαδή ανεβάζει την άμυνά μας απέναντι στις υποτροπές και την ασυμπτωματική μετάδοση.
Υπάρχουν παράγοντες κινδύνου;
Ναι, υπάρχουν και είναι :
- Ο αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων: όσο πιο μεγάλος ο αριθμός τους, τόσο αυξάνεται στατιστικά η περίπτωση μόλυνσης από τον ιό.
- Η ηλικία: σε ηλικίες 20-30 ετών είναι πολύ συχνή η λοίμωξη, αλλά με μεγάλα ποσοστά αυτοΐασης.
- Αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα λόγω λοίμωξης από τον ιό HIV ή λόγω λήψης φαρμάκων για καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος.
- Δερματικές βλάβες.
- Ακόμη και η απλή επαφή με κονδυλώματα αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσής μας.
Μέτρα προφύλαξης ενάντια στον ιό των κονδυλωμάτων
Ένα μέτρο προφύλαξης είναι η χρήση προφυλακτικού, ωστόσο αυτό είναι αποτελεσματικό κατά περίπου 80% όσον αφορά στη μετάδοση του ιού, καθώς αφήνει συνήθως τη βάση του πέους εκτεθειμένη. Ένα άλλο μέτρο είναι το εμβόλιο κατά του ιού (το οποίο πρέπει να γίνεται στις ηλικίες μεταξύ 9-18 ετών, με σύσταση την πραγματοποίησή του κατά το «ηλικιακό παράθυρο» των 9 με 11 ετών και πριν την έναρξη σεξουαλικών επαφών), τόσο για κορίτσια όσο και για αγόρια. Το πιο αποτελεσματικό μέτρο, βέβαια, είναι η αποφυγή της έκθεσης στον ιό μέσω της ύπαρξης σταθερού ερωτικού συντρόφου («μονογαμική» σχέση).