Γύρισε πλευρό και προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του. Ανώφελο. Στην κάψα του καλοκαιριού, όσο και να βρέχεις τα σεντόνια για να δροσιστείς, στο τέλος μόνο ο ιδρώτας σου τα ποτίζει!
Η εκκωφαντική σιωπή του μεσημεριού έκανε τα αυτιά του να βουίζουν. Πού και πού κάποια εξάτμιση από τον διπλανό δρόμο έσπαγε τη μονοτονία. Ακόμη και τα τζιτζίκια συμμετείχαν στο ύπουλο παιχνίδι της πλήξης. Το ίδιο τετέρισμα κάθε μεσημέρι. Συναυλία προσυμφωνημένη και με την απόδοση της ορχήστρας εξασφαλισμένη.
Ενιωθε πως ο χρόνος τον δούλευε ψιλό γαζί. Κάποιες φορές δεν τον προλάβαινε με τίποτα. Πόσο γρήγορα τελειώνει ένα ξυλάκι παγωτό! Για πόσο να μασήσεις το ξυλάκι και ν’ απολαύσεις τη γλύκα του; Αλλοτε πάλι, ο χρόνος τεμπέλιαζε και δεν έλεγε να κουνήσει τους δείχτες του ρολογιού. Κι ας μην ξεχνούσε ποτέ να το κουρδίσει. Αυτή η αναμονή του καλοκαιριού του έδινε στα νεύρα. Ολο «περίμενε» και «περίμενε». Περίμενε δύο ώρες μετά το φαγητό για να κολυμπήσεις, περίμενε να ξεκουραστείς το μεσημέρι και μετά να παίξεις, περίμενε να κοινωνήσεις το πρωί της Κυριακής και μετά να βάλεις μπουκιά στο στόμα σου. Ηταν ζωή αυτή;
Εκανε ν’ απλώσει το χέρι του κάτω από το κρεβάτι να πιάσει το «Αγόρι» και τον «Μπλεκ». Επιασε όμως το μπλοκάκι όπου σημείωνε ευλαβικά τα μπάνια και τα παγωτά του. Το είπαν ξεκάθαρα με τους φίλους του πριν αποχωριστούν: μετρούσε ξεχωριστά το απογευματινό μπάνιο.
Ξαναπροσπάθησε να πιάσει τα περιοδικά. Αουτς! Ασχημο τελικά το χτύπημα στον αγκώνα. «Φύσα φύσα και θα περάσει» του ’λεγε η γιαγιά καθώς του ’βαζε οξυζενέ στο τραύμα κι από την προσπάθεια του ’ρθε λιποθυμιά. Οχι ότι θα τολμούσε να λιποθυμήσει μπροστά στη Ματίνα!
Αχ, αυτό το κοροϊδευτικό βλέμμα της όταν περνούσε από μπροστά της στη μία ρόδα του ποδηλάτου. Πήγαν στράφι τόσες ώρες προπόνησης για να τελειοποιήσει την τεχνική του. Επρεπε να παραδεχτεί ότι η λύσσα του να την εντυπωσιάσει του κόστισε το τελευταίο του «παράσημο». Ευτυχώς που δε χρειάστηκαν ράμματα. Καλά, στραβός ήταν; Πώς δεν είδε τον μυτερό βράχο την ώρα που βουτούσε από τον μόλο;
Επιασε να ξεφλουδίζει το μαυρισμένο του πόδι για να περάσει η ώρα. Ξεφλουδίζοντας, έφτιαχνε σχέδια που ξεπερνούσαν και τον ανάγλυφο χάρτη της Ευρώπης της τάξης του! Κοιλάδες, βουνά κι ακρωτήρια, όλα μαζί κι όλα χώρια. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τα κατάφερνε και καιγόταν.
Αφού όλη την ώρα βρεχόταν στη θάλασσα. Η γιαγιά μουρμούριζε προχθές ότι θα νοικιάσουν στάβλο, τόσο γιαούρτι που θέλει η πλάτη του. Της γιαγιάς της αρέσει να γκρινιάζει. Συμφωνεί σε αυτό κι ο παππούς. Ωρα να είναι να του ζητήσει η γιαγιά να φορά και παπούτσια στις βόλτες του. Φτάνει που της έκανε το χατίρι να παίρνει στη θάλασσα το ψάθινο καπέλο του. Μπορεί να μην το φορούσε -αυτό όμως η γιαγιά δεν το ήξερε- και σε κάθε περίπτωση για τα σύνεργα του ψαρέματος, το καπέλο μια χαρά την έκανε τη δουλειά του.
Παράφαγε το μεσημέρι. Ποιος όμως μπορεί ν’ αντισταθεί στα γεμιστά του φούρνου; Με το κρεμμυδάκι τους, τον άνηθο, το κουκουνάρι, τη σταφίδα τους και το κριτσανιστό ρύζι στις άκρες. Ωραίες οι ντομάτες ωραίες κι οι πιπεριές.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Α, όλα κι όλα! Δεν έκανε διακρίσεις. Μόνο που τώρα χρωστούσε στην αδερφή του μερτικό από το απογευματινό καρπούζι: το κάτω μέρος, το τραγανό, το πιο δροσερό. Η συμφωνία είναι συμφωνία: μια πιπεριά και μια ντομάτα από το πιάτο της και η φέτα του καρπουζιού του όταν θα έφτανε στο… επίμαχο σημείο θα ήταν δική της. Να είχε τον νου του να μην του πάρει με μαλαγανιές και το «υποβρύχιό» του. Οι παραχωρήσεις έχουν και τα όριά τους.
Κοίταξε πάλι τους δείχτες. Δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Στις έξι, το πρόγραμμα είχε βόλτα με το αμάξι. Επεφτε λίγο στριμωξίδι στο πίσω κάθισμα αλλά με τον ξάδερφό του, είχαν βρει τη λύση.
Εβγαζαν το κεφάλι και το μισό τους σώμα από το παράθυρο κι έκαναν τους Ινδιάνους που κυνηγούσε ο Τζον Γουέιν στα καουμπόικα της τηλεόρασης. Το ζεστό αεράκι που σου μαστιγώνει το πρόσωπο, ήταν από τις… παράνομες απολαύσεις του καλοκαιριού.
Γιατί, με τη μαμά ή τη θεία στο αυτοκίνητο, έβγαινε απαγορευτικό. Την ώρα που η μαμά έπαιρνε το αυστηρό της ύφος και τους έλεγε να καθίσουν φρόνιμα στις θέσεις τους, ο μπαμπάς έκανε πως τάχα ήταν προσηλωμένος στο τιμόνι. Είχε και την αγωνία του μην τον μαρτυρήσουν.
«Μεταξύ ανδρών εχεμύθεια» έλεγε συνωμοτικά για τις σκανταλιές που τους άφηνε να κάνουν. Κακώς ανησυχούσε. Οι άντρες με μπέσα δεν είναι μαρτυριάρηδες!
Αρχισε να περιεργάζεται το λευκό ταβάνι. Ποιο λευκό ταβάνι; Ούτε καν λευκό μαξιλάρι! Οι ολονύκτιες μάχες με τα κουνούπια είχαν και τα πειστήριά τους.
Κόκκινοι… κρατήρες στο ταβάνι και στα πόδια του κι όταν τον έπιανε φαγούρα σταματούσε μόνο όταν έβγαζε αίμα. Κάθε άνοιξη ο παππούς επιθεωρούσε σαν σχολαστικός στρατηγός τις σίτες και κάθε καλοκαίρι οι γραμμές του μετώπου… κατέρρεαν. Ιπτάμενοι εισβολείς τα κουνούπια. Εφορμούσαν σαν καμικάζι. Το αίμα σου για τη ζωή τους.
Ενιωσε να φλέγεται από τη ζέστη. Σηκώθηκε και πήγε να βάλει τις σαγιονάρες του. Το μετάνιωσε όμως γιατί έπλεαν στα πόδια του σαν βάρκες και τον δυσκόλευαν: ακόμη να έρθουν στο νούμερό του. Αχ, αυτή η μαμά με τις οικονομίες της! Νυχοπατώντας, άνοιξε το πίσω πορτάκι και βγήκε στην αυλή.
Η βρύση με τα βότσαλα φάνταζε σαν εξωτική παραλία. Το λάστιχο… κρουνός της ευτυχίας. Ανοιξε τη βρύση κι έσυρε το λάστιχο στο παρτέρι για να μην κάνει θόρυβο το νερό πάνω στο τσιμέντο. Δεν τον ένοιαζαν οι λάσπες. Σε τι διαφέρει το χώμα από την άμμο;
Το νερό έτρεξε ορμητικά. Δροσίστηκε στο δευτερόλεπτο κι ένιωσε να ταξιδεύει στον έβδομο ουρανό. Εκανε άραγε ζέστη στον Παράδεισο; Εκαναν κι οι πρωτόπλαστοι βεντούζες τα χείλη τους στη βρύση όπως εκείνος για να ξεδιψάσουν;
Να ρωτούσε τον κύριο όταν θα γυρνούσαν στο σχολείο ή είναι αμαρτία να κάνεις τέτοιες σκέψεις; Ακουσε θόρυβο στην κουζίνα και φοβήθηκε ότι θα τον καταλάβουν. Αμαρτία να ξεκινούσε το απόγευμα με εξάψαλμο κι ίσως με καμιά παντόφλα ξώφαλτση.
Θα περνούσε το μεσημέρι. Δεν ήταν στο χέρι του. Θα περνούσε όμως γρήγορα και το καλοκαίρι. Ετσι είναι ο χρόνος. Κάνει τα δικά του…
Της ΛΙΤΣΑΣ ΤΟΤΣΚΑ
Ειδήσεις σήμερα
North Evia Pass: Άνοιξε η πλατφόρμα – Οι δικαιούχοι των επιταγών
Φωτιά στην Αλεξανδρούπολη: Βρέθηκε ακόμη μία απανθρακωμένη σορός – Στους 19 οι νεκροί