Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Oσα παίρνει ο Αύγουστος…
Hταν περασμένα μεσάνυχτα. Αύγουστος στην Αθήνα. Οδός Μπισκίνη 48. Στο μικρό δυάρι του πρώτου ορόφου, η έλλειψη ονείρων και η μοναξιά στο πλήρες τους απόγειο. Η ενοχλητική μυρωδιά τους μαζί με αυτήn της γεροντίλας είχε ποτίσει τους κιτρινισμένους τοίχους και τα έπιπλα από καιρό τώρα.
Το χέρι του ήταν κολλημένο στο τηλεκοντρόλ, σε μια άρρηκτη σχέση, που δεν διαταρασσόταν ούτε καν στον ύπνο. Η τηλεόραση συντονισμένη στο μεταμεσονύκτιο πρόγραμμα τηλεμάρκετινγκ. Αντικείμενο του πόθου, αυτή τη φορά, ένας σούπερ-ντούπερ ιονιστής νερού εξ Αμερικής με τρία διεθνή βραβεία και τέσσερα πιστοποιητικά στο ενεργητικό του, τον οποίο και περιέγραφε με επιστημονικούς όρους κάποιος κύριος με κοστούμι και μουστάκι μαζί με τον γιο του – οικογενειακή επιχείρηση ως φαίνεται. Η καλύτερη συντροφιά για να γλαρώσεις τα καλοκαιρινά βράδια.
Στην πολυθρόνα ακούγονταν μικρά ρουθουνίσματα που εναλλάσσονταν με βαριές ανάσες. Ξαφνικά, ένας δυνατός ρόγχος κατευθείαν από το λάρυγγά του τον έπνιξε, ξυπνώντας τον απότομα: «Aϊ στο διάτανο! Τρόμαξα. Με πήρε για τα καλά ο ύπνος μπροστά στο μαραφέτι. Δεν βαριέσαι, πάλι καλά, έσβησαν δύο ώρες χωρίς να το καταλάβω», είπε, φυσικά, από μέσα του. Αν και μόνος χρόνια ατελείωτα, το κακό συνήθειο να μιλάει φωναχτά στον εαυτό του δεν το απέκτησε ποτέ. Τρελός δεν ήταν. Μαγκούφης ναι, τρελός όχι.
Ολοι είχαν πεθάνει πλέον, όλοι επισήμως ήταν φαντάσματα του παρελθόντος. Γιατί να τα ανακαλείς στη μνήμη σου; Γιατί να σκέφτεσαι τους νεκρούς; Ηταν 88 χρόνων, σαν να λέμε νεκρός, αλλά τα είχε τετρακόσια. Απλά δεν είχε κανέναν. Και κυρίως τον Αύγουστο. Συμβαίνει…
Θα έφτιαχνε ένα τοστ να φάει. Και θα άναβε ένα τσιγάρο. Και ας του το απαγόρεψε εκείνος ο γιατρουδάκος. Και όπως κάθε βράδυ θα έριχνε και μια πασιέντζα. Α, όσο για την πασιέντζα, κανείς δεν μπορούσε να του παραβγεί. Η καλύτερή του φίλη. Ωρες αμέτρητες με τα πενήντα δύο τραπουλόχαρτα σε στιβάδες πάνω στο τραπεζομάντιλο της τραπεζαρίας, τσόχα πρώτης ποιότητας. Κόκκινα και μαύρα στίγματα σε πράσινο φόντο…
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Βημάτισε μέχρι την κουζίνα, άναψε το φως, αναγκαστικά. Του άρεσε το σκοτάδι, για την ακρίβεια να υπάρχει μόνο το φως της τηλεόρασης στο σαλόνι. Ηταν μια κάποια συντροφιά, παρηγοριά. Του άρεσε και η έννοια της οικονομίας, να μην του τρώει δηλαδή τα λεφτά η ΔΕΗ, του είχε μείνει από τα δύσκολα χρόνια. Αλλά το κουζινάκι του είχε ένα μικρό μόνο παράθυρο που έβλεπε στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας και ακόμη και την ημέρα χρειαζόταν να ανάψει κανείς το φως.
Τα τελευταία χρόνια δεν μιλούσε με κανέναν. Η Αθήνα, η πόλη του, ήταν πλέον μια οικεία ξένη. Σαν την Ντέγκα, την καθαρίστρια από τη Βουλγαρία που του φρόντιζε τα του σπιτιού κάθε δύο εβδομάδες. Η Ντέγκα ήταν μια εξηντάρα, νταρντανογυναίκα, εύθυμη και χήρα, η μόνη του συναναστροφή. Α, και το κορίτσι φυσικά από το «ΟΚ Μάρκετ» που του έλεγε «Καλημέρα, κύριε Βασίλη, πως είστε σήμερα; Μια χαρά σας βλέπω…». Εντάξει, είχε και τις γάτες, τη Φρόσω και τη Βαγγελίτσα, και της τάιζε και αυτές κάθε μέρα στην πιλοτή. Μιλούσε με τις γάτες. Τρυφερά. «Νιάου» αυτές, «κοριτσάρες μου» αυτός…
Εφτιαξε, λοιπόν, το τοστ και στρώθηκε στο τραπέζι για να παίξει. Θα το τραβούσε μέχρι το πρωί, δεν του κολλούσε ύπνος πια. Σάμπως, άμα γερνάς, ο ύπνος φεύγει από την ατζέντα, για να καταλαβαίνεις πιο βασανιστικά το χρόνο που ο θάνατος σύντομα θα σου στερήσει.
Αρχισε να παίζει. Αργά, μεθοδικά, όπως πάντα. Δεν πίστευε στην τύχη, ούτε καν στο χαρτί. Τίποτα στη ζωή του δεν του ήρθε στην τύχη, όλα ήρθαν αργά και μεθοδικά. Αναψε ένα τσιγάρο, Kαρέλια άφιλτρα, κασετίνα. Συγκεντρώθηκε ξανά στην πασιέντζα. Το φύλλο δεν έλεγε να γυρίσει. Ακούμπησε τη γόπα στο τασάκι, η καύτρα να καίει μόνη της χωρίς ρουφηξιά, αλλά ούτε τα μπαστούνια, ούτε οι κούπες συμπλήρωναν τον πολυπόθητο αριθμό 13. Μακρύ το ταξίδι αυτή τη φορά από τον Ρήγα προς τον άσο, σκέφτηκε…
Αφησε απότομα την τράπουλα στο τραπέζι και σηκώθηκε προς τον ξύλινο μπουφέ. Εκεί, στο πρώτο συρτάρι, είχε τη διαθήκη του. Για την ακρίβεια τις δύο διαθήκες του. Αναψε ένα πορτατίφ από οπαλίνα και κάθισε στη μεγάλη βελούδινη μπερζέρα. Αρχισε να ρίχνει μια πεταχτή ματιά στα δύο έγγραφα. Είχε αυτό το δυάρι στου Ζωγράφου. Σε ποιον να το άφηνε; Στην Ντέγκα ή στη μακρινή του ανιψιά – που ποτέ του δεν την είχε δει;
Ξαφνικά το διαμέρισμα τον πλάκωσε. Ξαφνικά η μοναξιά έγινε ανυπόφορη. Αν και την κουμάνταρε, τον Αύγουστο, αυτόν το μήνα, η μοναξιά και η Αθήνα τον τρόμαζαν. Μάλιστα, σαν να του έδειξαν τα δόντια τους εκείνο το βράδυ, σκύλες που γρυλίζουν όταν οσμιστούν το φόβο…
Ηταν πιο μόνος από ποτέ. Πέντε το ξημέρωμα και είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Στη Φρόσω και τη Βαγγελίτσα. Εστω. Πήγε στο κουζινάκι. Πήρε λίγη γατοτροφή και κατέβηκε στην πιλοτή. Τις φώναξε, αλλά δεν ήρθαν, μάλλον αλήτευαν κάπου αλλού. Ατιμα θηλυκά. Στεναχωρήθηκε, αλλά το ξημέρωμα φέγγισε. Ευτυχώς πέρασε και αυτή η νύχτα και σε λίγο θα ερχόταν η Ντέγκα, ήταν Πέμπτη, ημέρα καθαριότητας στην οδό Μπισκίνη 48. Θα μιλούσε εφτά ολόκληρες ώρες με κάποιον. Θα της έλεγε εκείνη την ιστορία με την αγαπητικιά του όταν έκανε το στρατιωτικό του στη Σάμο. Που του έφερνε κεράσια κρυφά στη σκοπιά…
Το πρωί, κατά τις επτά, η Ντέγκα χτύπησε το κουδούνι, αλλά δεν απάντησε κανείς. Εβγαλε τα κλειδιά της -της τα ’χε δώσει για παν ενδεχόμενο- και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Τον βρήκε με το κεφάλι πεσμένο πάνω στα χαρτιά. Η μισή τράπουλα ήταν στο πάτωμα με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού που κρεμόταν από την καρέκλα να δείχνουν τον άσο μπαστούνι. Ηταν ακόμα ζεστός. Είχε, όμως, ένα παγωμένο γλυκό και κάπως πονηρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Η Ντέγκα δεν τρόμαξε, ούτε άρχισε να φωνάζει. Κοίταξε το σφυγμό στο χέρι του. Είχε κάνει νοσοκόμα στην πατρίδα της, ήξερε. Πήγε στο τηλέφωνο για να πάρει το «166». Την ώρα που σχημάτιζε το νούμερο μουρμούρισε: «Βρε τον κακομοίρη, τι να σκεφτόταν άραγκε σαν πέθαινε και χαμογκελά έτσι; Α πα πα πα, συγχώρα τον, Τεέ μου!».