Η ιστορία είναι η εξής: Ενας εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ μετατρέπεται σταδιακά σε στυγνό δικτάτορα για να γλιτώσει τον λαό του από την απάτη της κοινωνικής πρόνοιας, το σεξ, την εγκληματικότητα, τον φιλελεύθερο Τύπο. Ενα σκληρό φασιστικό καθεστώς που είχε γοητεύσει τις μάζες με τη μηδενική του ανοχή στα έκφυλα ήθη, τη στυγνή αντιμετώπιση κάθε έννοιας φυλετικής ισότητας και ατομικών δικαιωμάτων που «έτειναν προς την παρεκτροπή», τη λατρεία του έθνους και την άκρατη δημαγωγική προσέγγιση σε κάθε «λαϊκό» αίτημα. Κοντολογίς, επρόκειτο για μια ανατριχιαστική προειδοποίηση για αυτό που σήμερα έχει εδραιωθεί ακαδημαϊκά, πολιτικά και κοινωνικά ως «εθνικολαϊκισμός» και, κυρίως, σε τι είδους δυστοπία μπορεί να εξελιχθεί.
Οταν το φαινόμενο Τραμπ άρχισε να αναδύεται, αυτομάτως ξεπήδησαν διάφορες «λέσχες φίλων και υποστηρικτών» σε πολλές χώρες του κόσμου. Ανάμεσά τους και στην Ελλάδα. Ενα κράμα ακραίων δεξιών, υπερσυντηρητικών λαϊκιστών, που έκρυβαν πίσω από πτυχία και επαγγελματικούς τίτλους τούς αντικοινωνικούς, ρατσιστικούς, φιλοπουτινικούς και αντιευρωπαϊκούς πυρήνες της ιδεολογίας τους. Ολα πασπαλισμένα με μπόλικες δόσεις αντισυστημισμού. Μαζί με αυτά και η αγάπη -που δεν έκρυβαν- στα όπλα και τη στρατιωτική δύναμη. Ολη η ανθρωπότητα γνωρίζει σε ποια βαρβαρότητα παραπέμπει όλο αυτό. Δεν ήταν βέβαιο τι ακριβώς επεδίωκαν, τότε, φτιάχνοντας στην Ελλάδα «Λέσχη των φίλων Τραμπ». Το μόνο βέβαιο ήταν τι στήριζαν εκείνη την περίοδο και τι ήταν ικανοί να στηρίξουν στο μέλλον. Κάτι που επιβεβαιώθηκε ακόμα και σήμερα.
Χαμένοι στο πρωτόκολλο
Με αρθρογραφία, υιοθέτησαν και αναπαρήγαγαν, για παράδειγμα, το επικίνδυνο σχόλιο του Ελον Μασκ, με το οποίο ο άνθρωπος που έχει εξασφαλίσει τη θέση συντονιστή του κυβερνητικού έργου σε μια μελλοντική κυβέρνηση Τραμπ ρωτούσε: «Γιατί θέλουν να σκοτώσουν τον Ντόναλντ Τραμπ; Γιατί κανείς δεν προσπαθεί να δολοφονήσει τον Μπάιντεν ή την Κάμαλα;». Ακόμα και ο ίδιος ο Μασκ κατέβασε την ανάρτηση, είτε από την κατακραυγή είτε από τον φόβο της βέβαιης ποινικής του δίωξης για διασπορά «λόγου μίσους και παρακίνηση σε βία».
Γοητεύει τους Ελληνες φίλους του ο Τραμπ, είναι αλήθεια. Σαγηνεύει κυρίως όσους βλέπουν στο τσιτωμένο του πρόσωπο τις κρυφές πτυχώσεις της ιδεολογίας του. Και όπως γράφει και ο Σίνκλερ: «Ναι. Γιατί φοβάσαι τόσο τη λέξη “φασισμός’’; Είναι μονάχα μια λέξη – μια λέξη! Και ίσως όχι τόσο κακιά, αν σκεφτεί κανείς όλους αυτούς τους τεμπελχανάδες που διαχειρίζονται την κρατική μέριμνα (…), πράγμα καθόλου χειρότερο απ’ το να είχαμε έναν πραγματικά Ισχυρό Aνδρα στην κυβέρνηση εδώ, σαν τον Χίτλερ ή τον Μουσολίνι ή σαν τον Μπίσμαρκ ή τον Ναπολέοντα τις παλιές καλές μέρες, για να κυβερνήσει τη χώρα και να ξαναφέρει την ευημερία».
[1] Εκδ. Καστανιώτη, μτφρ.: Νίκος Α. Μάντης, Αθήνα 2016.