Οι αναφορές είναι άκρως ενδεικτικές, αφού συνολικά η Αστυνομία κατάσχεσε περισσότερες από 130.000 κροτίδες σε όλη τη χώρα. Η λίστα με τις κατασχέσεις επικίνδυνων βεγγαλικών και πυροτεχνημάτων αποδεικνύεται κάθε Πάσχα πραγματικά ατελείωτη, προκαλώντας ειλικρινή απορία για τις ανοχές και τις αντοχές μας απέναντι σε ένα επικίνδυνο έθιμο. Κάθε χρόνο πληρώνουμε βαρύ τίμημα σε τραυματισμούς, ακόμα και θανάτους, αλλά η «παράδοση» αποδεικνύεται πιο δυνατή από κάθε ένστικτο αυτοπροστασίας.
Παρόλο που η νομοθεσία είναι ξεκάθαρη (απαγορεύεται ρητά η κατασκευή, εμπορία, αγορά, κατοχή και χρήση κροτίδων, καθώς και κάθε είδος πυροτεχνίας) και παρόλο που η Αστυνομία κάνει ελέγχους και συλλήψεις, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Διότι πρόκειται για μια πρακτική που είναι ακόμα κοινωνικά αποδεκτή. Διδάσκεται από τους μεγαλύτερους στους μικρότερους, αποθεώνεται από τα μέσα ενημέρωσης με πηχυαίους τίτλους όπως «Εντυπωσιακό θέαμα» και «Τιμήθηκε και φέτος η παράδοση», γίνεται ακόμα και τουριστική ατραξιόν που διαφημίζεται αναλόγως από δήμους και τοπικούς συλλόγους.
Στην άλλη πλευρά υπάρχουν οικογένειες που διστάζουν ακόμα και να πάνε το βράδυ της Ανάστασης στην εκκλησία αφού κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πως ένα αυτοσχέδιο βεγγαλικό δεν θα πέσει στο λάθος σημείο, τη λάθος ώρα, με τον κίνδυνο να απειλεί εξίσου και εκείνον που το ρίχνει. Συνήθως λέμε πως η Πολιτεία έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη, πως πρέπει οι έλεγχοι να ενταθούν και οι ποινές να γίνουν ακόμα πιο αυστηρές. Ομως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό δεν είναι αρκετό. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως χρειάζεται πολλή δουλειά μέσα στην ίδια την ελληνική οικογένεια. Πως πρέπει κάποια στιγμή να αναθεωρήσουμε συνήθειες και πρακτικές που μάθαμε να τις αποδεχόμαστε ως κομμάτια της παράδοσής μας. Οι κοινωνίες ωριμάζουν με αργές διαδικασίες, αλλά, εν προκειμένω, ας ανεβάσουμε ταχύτητα.
Υ.Γ.: Σε δρόμο του Νέου Κόσμου ανάμεσα στα βεγγαλικά και τις κροτίδες έπεσαν και…. μολότοφ! Μια «συνήθεια», όπως τη χαρακτήρισαν κάποιοι, που άρχισε το 2011 και συνεχίζεται έως σήμερα από κάποιους νεαρούς που ανενόχλητοι εξακολουθούν να θέτουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές. Αυτό είναι, ειλικρινά, το τέλος της λογικής.