Η αντιπολίτευση του Τσίπρα έχει καταντήσει μονότονη, αποπνέει απόγνωση και όχι τεκμηριωμένη κριτική. Ο ίδιος πλέον γνωρίζει ότι παίζει το τελευταίο του πολιτικό χαρτί. Αν δεν πετύχει καλό αποτέλεσμα στις εθνικές εκλογές, τότε θα αλλάξουν πολλά στο κόμμα του, όπως προέκυψε και από το πρόσφατο επεισοδιακό Συνέδριο. Για το λόγο αυτό εργαλειοποιεί τα πάντα, από την πανδημία μέχρι τη ρωσική εισβολή, ποντάροντας στη δυσαρέσκεια των πολιτών, τότε για τα περιοριστικά μέτρα και τώρα για την ακρίβεια, χωρίς να διαθέτει σοβαρές προγραμματικές θέσεις.
Τις επόμενες ημέρες έρχεται στη Βουλή προς ψήφιση η ελληνοαμερικανική συμφωνία και είναι βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα την καταψηφίσει με προφάσεις όπως εκείνες που επικαλέσθηκε για να μην αποδεχθεί την ελληνογαλλική αμυντική συνεργασία, όταν ο κ. Τσίπρας οδυρόταν για τα φέρετρα στρατιωτών τυλιγμένα με τη γαλανόλευκη που θα έρχονταν από το Σαχέλ. Παρεμπιπτόντως, η Γαλλία αποσύρει τις στρατιωτικές της δυνάμεις από το Μάλι, έτσι δεν θα θρηνήσουμε απώλειες στις μάχες της Αφρικής, όπως προέβλεπε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η αντιπολιτευτική καχεξία αποτυπώνεται πλήρως στις δημοσκοπήσεις. Στην πιο δύσκολη οικονομική συγκυρία για μια κυβέρνηση, καθώς ο ψηφοφόρος τις περισσότερες φορές κοιτάζει την τσέπη του πριν ρίξει την ψήφο του, με τον πληθωρισμό να σπάει κάθε ρεκόρ και τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος να προκαλούν σοκ στους καταναλωτές, αλλά κυρίως στους επαγγελματίες, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της μεσαίας τάξης, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί προβάδισμα 8 μονάδων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, περίπου όσο διέθετε στις τελευταίες εθνικές εκλογές.
Φταίει ο λύκος ή ο βοσκός;
Στο βασικό ερώτημα εάν πιστεύετε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα τα κατάφερνε καλύτερα από την κυβέρνηση στο μέτωπο της ακρίβειας, μόνο το 22%, που αποτελεί και την κομματική του βάση, απαντά θετικά, ενώ το 35% θεωρεί ότι η κατάσταση θα ήταν χειρότερη (έρευνα Alco για το Open).
Στα επιμέρους ζητήματα για το ποιο κόμμα είναι αποτελεσματικότερο σε κρίσιμους τομείς διακυβέρνησης, η Ν.Δ. πετυχαίνει σχεδόν διπλάσιες επιδόσεις έναντι του ΣΥΡΙΖΑ (28% με 15%) στο ερώτημα για επίτευξη σταθερότητας και ανάπτυξης, ενώ ακόμα και στο θεωρούμενο προνομιακό πεδίο της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη στήριξη της κοινωνίας, το κυβερνών κόμμα εξακολουθεί να προηγείται (24% έναντι 21%).
Ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει τη φθορά που έχει η κυβέρνηση σε μια περίοδο κατά την οποία το οικονομικό κλίμα επιδεινώθηκε λόγω της ακρίβειας, επειδή οι πολίτες δεν ξεχνούν το παρελθόν του Τσίπρα στο Μαξίμου, όταν αντί να καταργήσει τη λιτότητα, προκάλεσε ένα σκληρό Μνημόνιο υπερφορολόγησης και περικοπών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, όλες οι δημοσκοπήσεις από το 2016 και μετά εμφανίζουν την ίδια περίπου εικόνα, με το προβάδισμα της Ν.Δ. να κυμαίνεται από 8 μέχρι 18 μονάδες, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία.
Οι πολίτες δυσανασχετούν με τον πληθωρισμό, θεωρούν ότι πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα και στέλνουν μηνύματα στην κυβέρνηση, χωρίς όμως να την αμφισβητούν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που έχει θέσει ως πολιτικό πήχυ όχι τη σύγκριση με τον Τσίπρα αλλά τις απαιτήσεις της κοινωνίας, γνωρίζει τις ανάγκες και τις δυσκολίες νοικοκυριών και αγοράς από τις υψηλές τιμές ενέργειας, που συμπαρασύρουν το κόστος παραγωγής για όλα τα προϊόντα. Στο Συνέδριο της Ν.Δ. που ανοίγει τις πύλες του αύριο θα έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει την πλατφόρμα θέσεων για την επόμενη μέρα, αλλά και τις δράσεις της κυβέρνησης για τη στήριξη της κοινωνίας. Κι ας γκρινιάζει ο Τσίπρας, που για όλα έχει λύσεις χωρίς να λέει το λογαριασμό.