Ο «κεμαλικός» αναθεωρητισμός με στόχο τον Ελληνισμό άρχισε να ξεπροβάλλει από το 1955-60 στην Κύπρο, από το 1964 στο Αιγαίο, με την πρώτη αμφισβήτηση των κανόνων του ΙCAO, και από το 1973, με την έκδοση αδειών από την τουρκική εταιρία πετρελαιοειδών για έρευνες στη μέση του Αρχιπελάγους. Ωσπου φτάσαμε στο κομβικό «μέγα γεγονός» της Κύπρου το 1974. Από τα Ιμια και μετά, κυριάρχησε η ψευδαίσθηση ότι ένας «ισλαμοδημοκράτης» (που απεδείχθη κανονικός «ισλαμοφασίστας») θα μπορούσε να αμβλύνει και να μεταλλάξει το επεκτατικό σχέδιο της κεμαλικής στρατο-γραφειοκρατίας. Πλάνη οικτρά.
Οι «ισλαμοεθνικιστές» όχι μόνο δεν έγιναν εσωστρεφείς, αλλά ξεχύθηκαν με μεγαλύτερη ορμή από τους «κεμαλιστές» να μετατρέψουν τη νεο-οθωμανική Τουρκία σε περιφερειακή και (μεσαία) παγκόσμια δύναμη. Τους ευνοούν η αταξία του διεθνούς περιβάλλοντος, η ορατή διά γυμνού οφθαλμού κάμψη της Δύσης, η άνοδος ευρασιατικών δυνάμεων με τις οποίες νιώθουν γεωγραφικά κοντά και ιδεολογικά οικεία.
Είτε με Ερντογάν (ξανά) είτε με «πρώτη φορά Κιλιτσντάρογλου», η Τουρκία θα συνεχίσει να διεκδικεί με «τσαμπουκά» μία θέση στο τραπέζι των ισχυρών του κόσμου. Οι όρκοι πίστης του συμπαθή διοπτροφόρου προς την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, το «θερμό επεισόδιο» της τελευταίας στιγμής με τη Ρωσία και οι υποσχέσεις για εκδημοκρατισμό καλό είναι να μη λαμβάνονται και πολύ τοις μετρητοίς – λόγια της κάλπης είναι, εύκολα τα παίρνει ο αέρας της καταμέτρησης.
Κι αν οι δύο μονομάχοι έδωσαν την ύστατη μάχη των συμβόλων, ο ένας στην Αγια-Σοφιά του Πορθητή κι ο άλλος στο μαυσωλείο του «εκμοντερνιστή» Ατατούρκ, υποσχόμενος να επαναφέρει το ημίψηλο αντί για το φέσι στο επίκεντρο της κρατικής ιδεολογίας, εμείς ξέρουμε ότι ο δεύτερος αιώνας της Τουρκικής Δημοκρατίας το ίδιο άυπνους θα μας κρατά.