Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Δεν ήταν απλό πράγμα, αν αναλογιστούμε την εποχή και την απήχηση που είχε τότε ο μακαριστός Χριστόδουλος, η οποία μάλιστα είχε αποτυπωθεί σε δύο μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις πιστών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Οι περισσότερες από 3 εκατομμύρια υπογραφές που συγκεντρώθηκαν υπέρ του δημοψηφίσματος δεν πτόησαν τον Κωστή Στεφανόπουλο, ο οποίος αξιολόγησε διαφορετικά την κατάσταση, εξοργίζοντας τον ιεράρχη.
Αλλά έτσι ήταν φτιαγμένος ο πολιτικός και ο άνθρωπος Κωστής Στεφανόπουλος. Με βαθιά πίστη στο Σύνταγμα και στους νόμους, με ακεραιότητα χαρακτήρα, με ευγένεια παλαιάς κοπής, με λεπτό χιούμορ και με δωρικό τρόπο ζωής. Ετσι κατάφερε, ένας εκπρόσωπος της συντηρητικής παράταξης, ένας πολιτικός που ξεκίνησε από τη μακρινή ΕΡΕ και πολιτεύτηκε επί πολλά έτη με τη Νέα Δημοκρατία, να αποτελέσει γέφυρα ανάμεσα σε όλες τις παρατάξεις του πολιτικού φάσματος. Κυρίως, κατάφερε να γίνει σεβαστός και αποδεκτός από τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, σε μια εποχή που το πολιτικό σύστημα βιώνει μόνο οργή και απαξίωση.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς επέδρασε ο θάνατος του Κωστή Στεφανόπουλου στο θυμικό των Ελλήνων. Είναι σαν να καταλάβαμε ξαφνικά τι είναι αυτό που μας λείπει. Μας λείπει ο πολιτικός πολιτισμός, μας λείπουν η ποιότητα και η καλλιέργεια στους ανθρώπους που εκπροσωπούν τους θεσμούς. Μας λείπει η ασφάλεια που παρέχει σε ένα λαό μια ηγεσία που δεν άγεται και φέρεται από μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Πάνω από όλα, όμως, δεν ήταν ο θάνατος αλλά η ζωή του Κωστή Στεφανόπουλου που ανέδειξε τη δική μας πολιτική ανεπάρκεια. Αν ήταν τόσο ξεχωριστός, γιατί δεν ψηφίζαμε τον Αχαιό πολιτικό όσο ήταν στην ενεργό πολιτική;
Για πρώτη φορά συμμετείχε στις εκλογές του 1958 με την ΕΡΕ αλλά κατάφερε να βγει βουλευτής το 1964. Το 1974 εντάχθηκε στη Νέα Δημοκρατία και έπειτα από μια μακρά περίοδο κατά την οποία διετέλεσε, μεταξύ άλλων, υφυπουργός Εμπορίου, υπουργός Εσωτερικών, Κοινωνικών Υποθέσεων, προεδρίας κ.λπ. αποφάσισε να διεκδικήσει την αρχηγία του κόμματος μετά την παραίτηση του Γεωργίου Ράλλη. Εχασε από τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Μετά την παραίτηση του τελευταίου, θέτει ξανά υποψηφιότητα, με συνυποψήφιό του τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, από τον οποίο χάνει για δεύτερη φορά. Το 1985 αποχωρεί από τη Ν.Δ. μαζί με 9 βουλευτές, και ιδρύει την κεντροδεξιά ΔΗ.ΑΝΑ. Στις εκλογές του Ιουνίου ’89 λαμβάνει ποσοστό 1,01%, στις ευρωεκλογές που διεξήχθησαν την ίδια ημέρα ποσοστό 1,36%, στις εκλογές του 1990 έλαβε ποσοστό 0,67% και στις ευρωεκλογές του 1994 πέτυχε 2,79% αλλά δεν μπαίνει στην Ευρωβουλή γιατί εν τω μεταξύ είχε καθιερωθεί το πλαφόν του 3%. Ο Κωστής Στεφανόπουλος κήρυξε τη διάλυση της ΔΗ.ΑΝΑ. και ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την πολιτική. Μέχρι που το 1995 ο Αντώνης Σαμαράς, ως αρχηγός της Πολιτικής Ανοιξης, τον προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Προφανώς, δεν ήταν ο Αγιος Παΐσιος της πολιτικής. Και προσωπικές φιλοδοξίες είχε και σε πολιτικές αντιπαραθέσεις ενεπλάκη και συντηρητικό λόγο, που δύσκολα μπορούσε να προσελκύσει κεντρώους ή φιλελεύθερους, είχε. Ωστόσο, ακολουθούσε πάντα έναν προσωπικό κώδικα τιμής από τον οποίο δεν έκανε πίσω ακόμα και όταν έβλεπε ότι δεν μπορούσε να τον «ρευστοποιήσει» σε ψήφους. Ο Κωστής Στεφανόπουλος δεν είχε εναντιωθεί μόνο στο θέμα των ταυτοτήτων, είχε πει «όχι» στο νόμο του ’89 που έδινε τις τηλεοπτικές άδειες, είχε πει μπροστά στον πλανητάρχη Κλίντον πως η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από προστάτες, είχε καταδικάσει τον πόλεμο στο Ιράκ και, κυρίως, είχε σταθεί στο πλάι του Αλβανού σημαιοφόρου Οδυσσέα Τσενάι.
Σπουδαία ήταν και η τοποθέτησή του στην υπόθεση της κάθαρσης. Το 1989 στη συζήτηση για την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου για το σκάνδαλο Κοσκωτά, γυρνώντας στα έδρανα των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, τους είπε πως οι μεν είναι πεπεισμένοι πως δεν υπάρχει σκάνδαλο και οι δε πεπεισμένοι πως υπάρχει. Εκείνος, συνέχισε, ψήφισε την κυβέρνηση Τζαννετάκη γιατί ήθελε την κάθαρση, αλλά δεν θα κάνει το σφάλμα να μπει στην ουσία της υπόθεσης. Αυτό, είπε, αφορά στη Δικαιοσύνη και όχι τα κόμματα: «Δεν ισχυρίζομαι ότι η δικαστική απόφαση θα εξασφαλίσει την απόλυτη αλήθεια. Είναι αδύνατον, ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι. Η απόλυτη αλήθεια υπάρχει στη θεϊκή δικαιοσύνη για εκείνους που πιστεύουν τη μετά θάνατον κρίση. Αλλά δεν έχουμε καλύτερη από αυτήν».
Τόσο απλά.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής