
Οι πρόγονοι του 46χρονου Αργύρη Χατζημαλλή ζούσαν στο Αϊβαλί, από το οποίο εκδιώχθηκαν πριν από έναν αιώνα με την ανταλλαγή των πληθυσμών και εγκαταστάθηκαν στη Λέσβο. Αντίστοιχα, οι πρόγονοι του 37χρονου Άλπερ Μπαμπάντοστου ξεριζώθηκαν από τη Λέσβο και μετοίκισαν στο Αϊβαλί. Σήμερα, οι δύο φίλοι ζουν στη Μυτιλήνη, όπου έχουν συστήσει την ΑΜΚΕ LEBADES, μέσω της οποίας επιχειρούν να «αναστήσουν» την υφαντική τέχνη της Λέσβου.
Ο Αργύρης Χατζημαλλής γεννήθηκε το 1979 στη Μυτιλήνη. Σε ηλικία 18 χρονών έφυγε για την Αθήνα, προκειμένου να σπουδάσει βιβλιοθηκονόμος. Παράλληλα, απέκτησε και δεύτερο πτυχίο στη συντήρηση έργων τέχνης. Συνολικά, έμεινε στην πρωτεύουσα 13 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων εργάζονταν σε ιδιωτικές βιβλιοθήκες και στη συνέχεια προσελήφθη –μέσω ΑΣΕΠ- στον Δήμο Πειραιά. Όμως, το 2010 πήρε μετάταξη για τον δήμο Μυτιλήνης και από τον περασμένο Αύγουστο τελεί σε άδεια άνευ αποδοχών, προκειμένου να κυνηγήσει το όνειρο του: την υφαντική!
O Άλπερ Μπαμπάντοστου, βιοχημικός με εξειδίκευση στη βιοτεχνολογία, μεγάλωσε στο Αϊβαλί ακούγοντας ιστορίες για την καθημερινότητα και τη ζωή των προγόνων του σε χωριά της Λέσβου. Αγναντεύοντας την άλλη πλευρά του Αιγαίου, πάντα ένιωθε μια εσωτερική έλξη για τον τόπο τούτο. Μετά από κάποια χρόνια διαμονής στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και έχοντας την έντονη ανάγκη να ταξιδέψει, διέμεινε για ένα διάστημα στην Αθήνα ώσπου επέστρεψε στη γη των παιδικών του ιστοριών, τη Λέσβο, όπου κατοικεί τα τελευταία χρόνια με την οικογένειά του. Λάτρης της μουσικής και ερασιτέχνης οργανοπαίχτης, γνώρισε και αγάπησε τη μουσική παράδοση της Λέσβου αλλά και τους ανθρώπους της.

Η γνωριμία και η φιλία των δύο αντρών ήταν η σπίθα για τη δημιουργία της ΑΜΚΕ LEBADES. «Αν και προέρχομαι από μία καθαρά αστική οικογένεια, από μικρός μου άρεσαν οι χειρωνακτικές εργασίες. Άρχισα με παραδοσιακούς χορούς και επιστρέφοντας στο νησί, έμαθα πλέξιμο και κέντημα. Αλλά το μεγάλο πάθος μου ήταν πάντα η υφαντική. Όταν άρχισα να ασχολούμαι μαζί της, προέκυψε ένας μεγάλος έρωτας. Πριν από δώδεκα χρόνια εντόπισα έναν παλιό αργαλειό και προσπάθησα να μάθω μόνος μου αξιοποιώντας ακόμη και βιντεάκια στο youtube. Αργότερα, παρακολούθησα και δια ζώσης μαθήματα αργαλειού. Νιώθω μοναδικά και συγκλονιστικά όταν δημιουργώ υφάσματα. Συνέχισα να ασχολούμαι όλο και περισσότερο με την υφαντική και εκεί συνάντησα Άλπερ Μπαμπάντοστου, ο οποίος ήδη είχε μετακομίσει με την οικογένειά του στη Μυτιλήνη. Αρχικά, είχε αναλάβει όλο το διοικητικό κομμάτι της ΑΜΚΕ, αλλά στη συνέχεια εξελίχθηκε σε ταλέντο… υφαντικής και αποδείχθηκε ότι τα χέρια του ‘κεντάνε’ στον αργαλειό», είπε στο ΕΤ Μagazine του Εleftherostypos.gr, ο Αργύρης Χατζημαλλής.
Να σημειωθεί ότι ο LEBADES είναι το βελούδινο και χρυσοκέντητο νυφικό γιλέκο που φορούσαν οι γυναίκες στο χωριό της Αγιάσου και σε άλλα μέρη της Λέσβου. Θέλοντας να τιμήσουν το παραδοσιακό ένδυμα, καθώς και τον τόπο καταγωγής του, στοιχεία που καθημερινά τον εμπνέουν, αποφάσισαν να δώσουν το συγκεκριμένο όνομα στο εγχείρημα τους.
«Στον LEBADES, όλες οι διαδικασίες γίνονται με το χέρι, όπως για παράδειγμα το διάσιμο ή ίδιασμα, το πέρασμα του στημονιού στο χτένι και τα μιτάρια, το τέντωμα και τύλιγμα του στημονιού στο αντί. Με αυτόν τον τρόπο, κρατάμε ζωντανή τη μακραίωνη διαδικασία της ύφανσης, όπως αυτή γίνεται εδώ και χιλιάδες χρόνια με τον ίδιο τρόπο. Χρησιμοποιούμε μόνο φυσικά υλικά, όπως βαμβάκι, μαλλί, λινό, μετάξι ή συνδυασμό αυτών. Δημιουργούμε, σε περιορισμένη κλίμακα, το μάλλινο νήμα, παίρνοντας μαλλί από βοσκούς της Λέσβου και κάνοντας όλη τη διαδικασία της επεξεργασίας του προκειμένου να γίνει κλωστή. Σε κάποιες περιπτώσεις, το μάλλινο νήμα βάφεται με φυτικές βαφές από ρίζες, καρπούς, άνθη ή φυλλώματα φυτών της Λέσβου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρωματίζεται με φυτικές βαφές από ρίζες, φρούτα, λουλούδια ή φύλλα των φυτών της Λέσβου. Ιδιαίτερη θέση στη φιλοσοφία μας κατέχει η αναβαθμιστική ανακύκλωση. Παλαιά υλικά και νήματα, επαναχρησιμοποιούνται ώστε να τους δοθεί νέα μορφή, να αυξηθεί η ποιότητά τους και να παραταθεί ο χρόνος ζωής τους, συμβάλλοντας έτσι ενεργά στη μείωση των απορριμμάτων», προσέθεσε.
Όπως είπε, τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αρκετές κινήσεις για να αναγεννηθεί η τέχνη της υφαντικής και υπάρχει κοινό που την υποστηρίζει. «Πολύς κόσμος πιστεύει ότι είναι απλή. Απαιτούνται πολλές εργατοώρες για να δημιουργηθεί ένα ρούχο. Το κόστος είναι υψηλό. Εδώ και χρόνια, συνηθίσαμε σε μια γρήγορη κατανάλωση ρούχων, με μαζική παραγωγή και χαμηλή ποιότητα. Ντυνόμαστε όλοι το ίδιο και έχει χαθεί η μοναδικότητα. Με εμπνέει η Βαλκανική παράδοση, είτε σε μοτίφ μέσα στα υφαντά, είτε σε πατρόν. Υφαίνω αξεσουάρ, όπως εσάρπες, και πιο χρηστικά αντικείμενα, όπως θήκες για κινητά ή notebook», τόνισε.
Το «στρατηγείο» των δύο φίλων και συνεργατών στεγάζεται σε ένα εμβληματικό κτίριο της πόλης: το αρχοντικό Γούτου-Αλεπουδέλλη, το οποίο έχει χαρακτηριστεί μνημείο αρχιτεκτονικής από το υπουργείο Πολιτισμού και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μεγαλοαστικής οικίας των αρχών του 20ου αιώνα. Οι επισκέπτες μπορούν να περιδιαβούν στους χώρους του κτιρίου και να μάθουν πληροφορίες για την καθημερινή ζωή της εποχής εκείνης μέσα από μοναδικά αντικείμενα κι αυτό διότι σώζεται σχεδόν αυτούσια η αρχική οικοσκευή.
Στους χώρους του εργαστηρίου, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει όλη τη διαδικασία της ύφανσης και της επεξεργασίας του μαλλιού, να ενημερωθεί για τα διαφορετικά είδη του αργαλειού και τελικά να δει τα αποτελέσματα διαφόρων τεχνικών πάνω στις δημιουργίες μας. Με τον τρόπο αυτό, μυείται κανείς στην επίπονη και πολύωρη επιτέλεση της υφαντικής τέχνης, κατανοεί την μεγάλη αξία του χειροποίητου υφάσματος και τελικά ξαναβρίσκει την χαμένη και πολύ σημαντική σχέση του υφάσματος με τον άνθρωπο.
«Σημαντικό είναι ότι παρέχονται μαθήματα σεμιναριακού χαρακτήρα σε μικρές ομάδες ανθρώπων, προκειμένου να μεταλαμπαδευτεί όλη αυτή η γνώση και να συμβάλλουμε όλοι μας στη διατήρηση μιας τέτοιας αρχαίας τέχνης. Στον LEBADES κάθε κομμάτι είναι μοναδικό. Για το λόγο αυτό, διδάσκουμε στο κοινό μας την ομορφιά της ανομοιομορφίας και την τελειότητα της οποιασδήποτε ατέλειας. Πιστεύουμε ότι αυτές οι ατέλειες του χειροποίητου νήματος ή της οποιασδήποτε τεχνικής προσθέτουν στη γοητεία και τη φυσική ομορφιά του υφάσματος! Κάθε κομμάτι είναι μοναδικό και όμορφα ατελές, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι…», κατέληξε.