Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
«Τις τράπεζες δεν τις κλείσαμε εμείς, τις τράπεζες τις έκλεισε ο κ. Ντράγκι», έλεγαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνοντας, συνήθως με το στόμφο του επαναστάτη, ότι ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έκοψε τη ρευστότητα ως όφειλε.
Η αλήθεια, βέβαια, ήταν διαφορετική. Λουκέτο στα γκισέ έβαλε η κυβέρνηση Τσίπρα με την ανεκδιήγητη επιλογή της να θέσει σε δημοψήφισμα ουσιαστικά την παραμονή μας στην ευρωζώνη. Τυπικώς την απόφαση για το κλείσιμο των τραπεζών την έλαβε σύσσωμο το Υπουργικό Συμβούλιο, η υπογραφή του Γιάνη Βαρουφάκη ήταν ακριβώς κάτω από αυτήν του πρωθυπουργού. Αλλά και επί της ουσίας ο Τσίπρας ήξερε ότι με την αναγγελία της είδησης για δημοψήφισμα (από τον περιχαρή Νίκο Παππά έξω από το Μαξίμου) θα οδηγούσε τους καταθέτες στα γκισέ για να σηκώσουν τα χρήματά τους.
Εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν λάμβανε την απόφαση για το κλείσιμο των τραπεζών εκείνο το δραματικό Σαββατοκύριακο του Ιουνίου του 2015, τη Δευτέρα δεν θα έμενε ούτε «κολυμπηθρόξυλο» στα γκισέ.
Ωστόσο, η προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να κατασκευάσει ξένους εχθρούς προκειμένου να κρύψει τις ευθύνες της για τη διάλυση του πιστωτικού συστήματος, που αποκαλύφθηκε πλήρως όταν, στο πλαίσιο της τρίτης κεφαλαιοποίησης, το φθινόπωρο του 2015 οι συστημικές τράπεζες δόθηκαν αντί πινακίου φακής σε ξένα funds.
Πριν φτάσουμε όμως στο δημοψήφισμα, ο Τσίπρας νωρίτερα είχε κλοτσήσει τη μεγάλη αναπτυξιακή ευκαιρία της χώρας, καθώς με τις αέναες διαπραγματεύσεις και τη μη επίτευξης συμφωνίας με τους δανειστές έθεσε την Ελλάδα εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που είχε υιοθετήσει ο Μάριο Ντράγκι προκειμένου να περιοριστούν οι πιέσεις στα ομόλογα των χωρών της ευρωζώνης.
Οταν στην υπόλοιπη Ευρώπη έβρεχε χρήμα από την ΕΚΤ, στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ανοίξει την ομπρέλα του τρίτου Μνημονίου. Μάλιστα, στη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας ο κ. Τσίπρας είχε θέσει ως εθνικό στόχο την ένταξη της Ελλάδας στο περιβόητο QE, χωρίς ποτέ να τα καταφέρει.
Χθες ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανακοίνωσε την επανέναρξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων, ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ μηνιαίως. Η κίνηση αυτή μπορεί να συμβάλει περαιτέρω στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων για τα ελληνικά ομόλογα και να τροφοδοτήσει με ρευστότητα το πιστωτικό σύστημα.
Ηδη η κυβέρνηση νομοθέτησε την πλήρη άρση των capital controls, ενώ οι τράπεζες λανσάρουν ξανά στεγαστικά δάνεια, προσβλέποντας σε τόνωση της ζήτησης για αγορές κατοικίας. Το «μπαζούκας» του Ντράγκι ενεργοποιήθηκε ξανά την καλύτερη περίοδο για την εθνική μας οικονομία, και ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι να εντάξει τα ομόλογα στο πρόγραμμα της ΕΚΤ. Να κλείσει, δηλαδή, την ομπρέλα που είχε ανοίξει ο Τσίπρας εις βάρος της ρευστότητας νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Το στοίχημα της καθημερινότητας
Οι κυβερνήσεις πέφτουν πολλές φορές στην παγίδα της υψηλής ή και αφ’ υψηλού πολιτικής, ανοίγοντας την απόσταση που τους χωρίζει από τις ανάγκες της κοινωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προηγούμενη κυβέρνηση, που επιδείνωσε την καθημερινότητα των πολιτών όχι μόνο στην οικονομία αλλά και σε ζητήματα όπως οι συγκοινωνίες και η Παιδεία.
Αν και είναι νωρίς ακόμη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δίνει την αίσθηση ότι δεν θα πέσει εύκολα στην παγίδα των προηγούμενων. Χθες ο υπουργός Υποδομών Κώστας Καραμανλής, μιλώντας στο ραδιόφωνο του «Πρώτου Θέματος», τόνισε ότι η κυβέρνηση δίνει ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα των αστικών συγκοινωνιών Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο ανέβασε τις τιμές των εισιτηρίων εις βάρος του μέσου εργαζόμενου, αλλά υποβάθμισε το επίπεδο υπηρεσιών του μετρό, των λεωφορείων και του τραμ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έχει κάνει ένα μεγάλο πολιτικό βήμα όταν οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων διαπιστώσουν ότι τα δρομολόγια πυκνώνουν και τα συγκοινωνιακά μέσα εξυπηρετούν τις ανάγκες της καθημερινότητάς τους. Αυτό, άλλωστε, είναι το μεγάλο πολιτικό στοίχημα…
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου