Γράφει ο Πάνος Αμυράς
Ο πρωθυπουργός θέλησε να υιοθετήσει το παράδειγμα της Πορτογαλίας, η οποία αμέσως μετά τη λήξη του μνημονιακού προγράμματος, στα μέσα του 2014, ανέβασε τον κατώτατο μισθό. Ωστόσο, οι διαφορές είναι μεγάλες.
Το 2014 ήταν η τελευταία χρονιά της κρίσης για όλη την ευρωζώνη, πλην της χώρας μας που με το εκλογικό «ατύχημα» του ΣΥΡΙΖΑ και την «περήφανη διαπραγμάτευση» διολίσθησε στην ύφεση και η κυβέρνηση έλαβε ένα νέο χρηματοδοτικό πακέτο με ταυτόχρονη εφαρμογή σκληρών μέτρων.
Η Πορτογαλία τότε αξιοποίησε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και με το τέλος του δικού της Μνημονίου είχε αυτόνομη και δυναμική πρόσβαση στις αγορές δανειζόμενη με επιτόκια κάτω του 1,5%. Παράλληλα, η αύξηση του κατώτατου μισθού συνοδεύθηκε από μέτρα προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων με αποτέλεσμα οι επενδύσεις στην Πορτογαλία να αυξηθούν σημαντικά δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ασφαλιστικές εισφορές στην Πορτογαλία είναι περίπου 8 μονάδες χαμηλότερες σε σχέση με την Ελλάδα, ενώ και η έμμεση φορολογία είναι σημαντικά μικρότερη. Αποτέλεσμα αυτής της «κυκλικής κίνησης» στην οικονομία ήταν η ανεργία στη χώρα της Ιβηρικής να μειωθεί από 14,5% που ήταν στα μέσα του 2014 περίπου στο 7% σήμερα.
Στην Ελλάδα επί ΣΥΡΙΖΑ έγιναν όλα λάθος. Στο διάστημα 2015-2017 γίναμε επιπλέον φτωχότεροι κατά 10% σε σχέση με τους Πορτογάλους. Η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 758 ευρώ (ή 650 ευρώ σε 14 μήνες) έναντι 700 ευρώ που ισχύει στην Πορτογαλία, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θα πολλαπλασιάσουν τα οφέλη στην αγορά εργασίας και κατ’ επέκταση στην οικονομία μας.
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
Το 30% των εργαζομένων απασχολείται με ελαστικές μορφές απασχόλησης, η ανεργία βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα άνω του 18,3%, η μαύρη εργασία οργιάζει, ενώ το 2018 καταγράφηκε μείωση των επενδύσεων. Δυστυχώς το τραπεζικό μας σύστημα μετά την καταστροφική τρίτη ανακεφαλαιοποίηση υπολειτουργεί και δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει επαρκώς μικρομεσαίες επιχειρήσεις προκειμένου να αναπτύξουν επενδυτικές πρωτοβουλίες, ενώ και το Δημόσιο δεν έχει εξασφαλισμένη και μόνιμη πρόσβαση στις αγορές.
Για άλλη μία φορά η κυβέρνηση βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο, λαμβάνοντας μέτρα τα οποία εντάσσονται αποκλειστικά στον προεκλογικό σχεδιασμό του Μαξίμου. Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε μεγάλο βαθμό θα εξουδετερωθεί την 1η.1.2020 από την άνοδο των φορολογικών κρατήσεων, λόγω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου, και τα 546 ευρώ καθαρά θα γίνουν 515.
Με τους δείκτες ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας να επιδεινώνονται, «η αύξηση των μισθών δεν είναι η προϋπόθεση, και η ανάπτυξη δεν είναι το αποτέλεσμα», όπως ισχυρίσθηκε χθες στο Υπουργικό Συμβούλιο ο πρωθυπουργός. Στις οικονομίες συμβαίνει το αντίθετο. Η ανάπτυξη ανεβάζει τους μισθούς.
Εάν η οικονομία δεν μπει στον ενάρετο κύκλο της αύξησης των επενδύσεων και της βιώσιμης ανάπτυξης, τότε η αύξηση του κατώτατου μισθού θα λειτουργήσει σαν ένα πυροτέχνημα και σύντομα οι επιχειρήσεις θα αναζητήσουν τρόπους για να μετακυλίσουν το κόστος είτε στον καταναλωτή είτε μειώνοντας την απασχόληση.
Οταν η κυβέρνηση έχει επιλέξει την υπερφορολόγηση και την περικοπή των δημοσίων επενδύσεων για τη δημιουργία υπερπλεονασμάτων δεν αφήνει περιθώρια προκειμένου να αναπτυχθεί η οικονομία και να περιορισθεί η μαύρη εργασία, που λειτουργεί σε βάρος της δημοσιονομικής σταθερότητας και των αντοχών του ασφαλιστικού συστήματος.
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]