Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Χάθηκε χρόνος
Θα επιστρέψουμε στο επίπεδο της άνοιξης του 2014 οπότε το Ελληνικό Δημόσιο είχε πραγματοποιήσει με επιτυχία δοκιμαστική έξοδο στις διεθνείς αγορές. Η πρόγνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκανε τότε λόγο για συνέχιση των θετικών εξελίξεων και δυναμική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ετήσιο ρυθμό ανώτερο του 2,5% για το 2015 και το 2016.
Η επιβολή πρόωρων βουλευτικών εκλογών μέσω της διαδικασίας εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ και η εφαρμογή του αποτυχημένου ριζοσπαστικού πειράματος Τσίπρα–Βαρουφάκη μάς πήγαν χρόνια πίσω και κόστισαν στην οικονομία ένα ποσό το οποίο ορισμένοι εκτιμούν γύρω στα 100 δισ. ευρώ.
Αντί για το πέρασμα από τη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές στην πλήρη και σε μεγάλη κλίμακα έξοδο σε αυτές, είχαμε την πλήρη απομόνωση του Ελληνικού Δημοσίου από αυτές, την αναγκαστική εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου που έχει διάρκεια μέχρι τον Αύγουστο του 2018 και τη δέσμευση για πρόσθετα μνημονιακού χαρακτήρα μέτρα για το 2019 και το 2020.
Από τον Μάρτιο του 2016, οπότε βγήκε η Κύπρος από το δικό της πρόγραμμα, η Ελλάδα μετατράπηκε, με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, στη μοναδική μνημονιακή χώρα της ευρωζώνης, εξέλιξη η οποία επηρέασε αρνητικά τη διαπραγματευτική της θέση.
Η δοκιμαστική επιστροφή στις αγορές, την οποία έχει προετοιμάσει η κυβέρνηση Τσίπρα, έρχεται με καθυστέρηση δυόμισι ετών και αφού έχει μεσολαβήσει ένα πρόσθετο κόστος για την οικονομία της τάξης των 100 δισ. ευρώ.
Οικονομικός μαραθώνιος
Η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές είναι το ξεκίνημα ενός οικονομικού μαραθώνιου. Σήμερα η Ελλάδα δανείζεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας με προνομιακό επιτόκιο της τάξης του 1,2% και η έξοδος στις αγορές θα πρέπει με το πέρασμα του χρόνου να οδηγήσει σε δανεισμό μεγάλης κλίμακας –δεκάδες δισ. ευρώ σε ετήσια βάση– και με ανταγωνιστικό επιτόκιο.
Για να αντιληφθούμε την απόσταση που πρέπει να καλύψουμε, αρκεί να συγκρίνουμε το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο της Ιρλανδίας, το οποίο κινείται γύρω στο 1%, με το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο της Ελλάδας, το οποίο στις σημερινές συνθήκες ξεπερνάει το 5%. Για να αντέξουμε στις πιέσεις θα πρέπει να γίνουμε σχετικά σύντομα οικονομικοί πρωταθλητές της ευρωζώνης, όπως η Ιρλανδία. Θα πρέπει δηλαδή να αποκτήσουμε δυναμικούς εξωστρεφείς κλάδους, να ενισχύσουμε τις κλαδικές πολιτικές, να εξασφαλίσουμε ταυτόχρονα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Εάν επιτύχουμε επιδόσεις ιρλανδικού επιπέδου, τότε θα εξασφαλίσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών και θα δούμε τα επιτόκια δανεισμού να πέφτουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα περιορίζοντας έτσι σε βάθος χρόνου το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και εξασφαλίζοντας τη βιωσιμότητά του.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Είναι φανερό ότι μας χωρίζει τεράστια απόσταση από τις επιδόσεις της ιρλανδικής οικονομίας και πως αν δεν υπάρξει κυβερνητική αλλαγή και αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται σε όφελος του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα της οικονομίας δεν θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε τον μεγάλης κλίμακας δανεισμό του Ελληνικού Δημοσίου από τις διεθνείς αγορές με χαμηλά επιτόκια.
Χρειαζόμαστε την έξοδο στις αγορές για να απαλλαγούμε από την εξάρτηση από τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ αλλά αυτή η έξοδος θα πρέπει να γίνει με όρους που δεν θα οδηγήσουν στη μεγάλη αύξηση του κόστους διαχείρισης του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου.
Η θεωρία του ΔΝΤ
Το ΔΝΤ επιμένει ότι η έξοδος του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, αντίθετα μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο διαχειριστικό αδιέξοδο και στην ανάγκη υπογραφής νέου Μνημονίου.
Οι ειδικοί του ΔΝΤ κάνουν δύο βασικές παραδοχές:
● Πρώτον, ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί δυναμικά σε βάθος χρόνου εφόσον θα έχει έναν ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης λίγο πάνω από το 1%.
● Δεύτερον, ότι δεν θα μπορέσουμε να έχουμε την εμπιστοσύνη των αγορών και τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού που αυτή εξασφαλίζει ακριβώς επειδή η πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν θα είναι ιδιαίτερα δυναμική.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων οδηγεί τους ειδικούς του ΔΝΤ στο συμπέρασμα ότι το Ελληνικό Δημόσιο θα δανείζεται στις διεθνείς αγορές με επιτόκια πολλαπλάσια από αυτά που εξασφαλίζουν το Μνημόνιο και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και έτσι σε βάθος χρόνου δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις.
Σε απλά ελληνικά, το κόστος δανεισμού θα είναι υπερβολικά υψηλό και ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας αρκετά χαμηλός, όπως και το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα. Κατά συνέπεια, το χρέος θα αυξάνεται με το πέρασμα του χρόνου ως ποσοστό επί του ΑΕΠ αντί να μειώνεται και έτσι το Ελληνικό Δημόσιο θα βρεθεί ξανά αντιμέτωπο με μια κρίση υπερχρέωσης και οι επιδόσεις της οικονομίας δεν θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους.
Τι πρέπει να γίνει
Η τελευταία φορά που επίσημη έκθεση του ΔΝΤ περιέγραφε το χρέος του Ελληνικού Δημοσίου ως βιώσιμο ήταν την άνοιξη του 2014, επί κυβέρνησης Σαμαρά. Τότε οι ειδικοί του ΔΝΤ είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κυβερνητική πολιτική οδηγούσε σε σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, στη δυναμική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και στην εξασφάλιση υψηλών πλεονασμάτων σε βάθος χρόνου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ την εποχή εκείνη πρόβαλλε την άποψη ότι το χρέος δεν ήταν βιώσιμο, παρά την αντίθετη εκτίμηση των ειδικών του ΔΝΤ, για να στηρίξει τη βασική πολιτική του θέση ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν μπορούσε να πληρώσει άρα έπρεπε να διαγραφεί το μεγαλύτερο μέρος ή και το σύνολο του χρέους. Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του κέρδισαν, με αυτού του είδους τις σοφιστείες, δύο εκλογικές αναμετρήσεις το 2015, χωρίς φυσικά να επιτύχουν τις μαγικές λύσεις που περιέγραφαν στον ελληνικό λαό. Με δική τους ευθύνη χάσαμε αυτό που περιέγραφαν οι ειδικοί του ΔΝΤ το 2014 ως βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους χωρίς φυσικά να φτάσουμε στη μερική ή τη συνολική διαγραφή του. Αντίθετα, ο κ. Τσίπρας υποχρεώθηκε το καλοκαίρι του 2015 –όταν η κυβέρνηση έκανε αναγκαστική στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική της– να προσυπογράψει αποφάσεις που αποκλείουν το «κούρεμα» του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου και ετεροχρονίζουν τη λεγόμενη αναδιάρθρωσή του για μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής του τρίτου προγράμματος–Μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018.
Το λογικό συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επιτύχει μεγάλης διάρκειας και μεγάλης κλίμακας έξοδο στις διεθνείς αγορές με χαμηλά επιτόκια που θα εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου εάν δεν υπάρξει κυβερνητική αλλαγή υπέρ της Ν.Δ. και σχηματισμός κυβέρνησης Μητσοτάκη ώστε να αλλάξει δραστικά η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται.
Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του θεωρούν μεγάλη επιτυχία τους ότι το Ελληνικό Δημόσιο επιστρέφει εκεί που το είχε πάει ο κ. Σαμαράς την άνοιξη του 2014, έχοντας αναλάβει πρόσθετα βάρη εξαιτίας των αποτυχημένων οικονομικών πειραμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Δεν μπορούμε όμως να επιτύχουμε ιρλανδικού επιπέδου επιδόσεις που θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους και θα περιορίσουν σε βάθος χρόνου το κόστος διαχείρισής του με τις ιδεοληψίες, τα λάθη και τις παραλείψεις που χαρακτηρίζουν τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και την κυβερνητική πολιτική στο σύνολό της. Η καθυστερημένη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές ενισχύει το επιχείρημα υπέρ της επιτάχυνσης των πολιτικών εξελίξεων.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής