Η γραμματέας της Ν.Δ. και βουλευτής, Μαρία Συρεγγέλα, ανέφερε πως «το 2024 δεν είναι 1993. Η χώρα χρειάζεται σταθερές κυβερνήσεις. Η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας είναι απόλυτα αρραγής και αυτό θα φανεί και στην ψήφιση του Προϋπολογισμού».
Ο υπουργός Υγείας, Αδωνις Γεωργιάδης, και σε χθεσινή του συνέντευξη επέρριψε την ευθύνη στον πρώην πρωθυπουργό λέγοντας ευθέως ότι η άποψή μου είναι πως «έχει κάνει λάθος ο Αντώνης Σαμαράς με αυτά που ανέφερε στη συνέντευξή του». Πρόσθεσε μάλιστα ότι «αν δεν τον διέγραφε ο πρωθυπουργός θα έδινε την εντύπωση ότι μπορεί ορισμένα από όσα λέει να ισχύουν. Η συνωμοσιολογία στην πολιτική μπορεί να καταστρέψει την πατρίδα». Αποσύνδεσε ότι η διαγραφή του κ. Σαμαρά μπορεί να «έγινε επειδή πρότεινε τον Κ. Καραμανλή για Πρόεδρο της Δημοκρατίας ». Εκτίμησε ότι δεν κινδυνεύει η συνοχή της Ν.Δ. και «κανείς βουλευτής δεν θα καταψηφίσει τον Προϋπολογισμό».
Τη βεβαιότητα ότι «δεν κινδυνεύει η κυβερνητική σταθερότητα μετά τη διαγραφή Σαμαρά» επανέλαβε και ο υπουργός Επικρατείας, Μάκης Βορίδης, σε συνέντευξή του, επισημαίνοντας την ειδοποιό διαφορά που έχει η πολιτική που ασκεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης λέγοντας πως «το μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι μπορεί να ικανοποιεί τον δεξιό ψηφοφόρο αλλά μπορεί να ικανοποιεί και τον κεντρώο ψηφοφόρο».
Για μια «στενάχωρη κατάσταση» και σε προσωπικό επίπεδο, καθώς ο πρώην πρωθυπουργός «με έχει τιμήσει και αυτό δεν το ξεχνώ» μίλησε η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, τονίζοντας όμως ότι ο Αντώνης Σαμαράς «με την τελευταία του τοποθέτηση διαφώνησε συνολικά με την πορεία της κυβέρνησης. Οριζοντίως διαφώνησε και διαφώνησε και σε επιμέρους ειδικά ζητήματα, όπως είναι τα εθνικά. Αυτό δεν άφηνε κανένα περιθώριο, καμία άλλη επιλογή. Δυστυχώς» σημειώνοντας πως «η Ν.Δ. είναι μια συμπαγής Κοινοβουλευτική Ομάδα».
Η υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Σοφία Βούλτεψη, που διετέλεσε στην κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά κυβερνητικός εκπρόσωπος, σε συνέντευξή της επισήμανε ότι στον πρώην πρωθυπουργό « του είχαν δοθεί πέντε ευκαιρίες, αλλά από τη στιγμή που μας χαρακτήρισε εθνικούς μειοδότες», «ο πρωθυπουργός έπρεπε να υπερασπιστεί όχι μόνο τον εαυτό του και τον κ. Γεραπετρίτη αλλά όλους εμάς».
Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Βασίλης Κικίλιας, ανέφερε πως η αποπομπή του Αντώνη Σαμαρά «ήταν αναπόφευκτη», επισημαίνοντας πως ο «εσωτερικός διάλογος είναι υγεία για τα κόμματα, αλλά πρέπει να γίνεται επί τη βάσει πραγματικών δεδομένων και γεγονότων». Δήλωσε ότι δεν βλέπω «γαλάζιους» βουλευτές να ακολουθούν τον πρώην πρωθυπουργό, σημειώνοντας πως «οι βουλευτές και οι υπουργοί έχουμε πλήρη επίγνωση του ρόλου μας»
Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, αναγνώρισε όχι μόνο ότι «σωστά έπραξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και διέγραψε τον Αντώνη Σαμαρά» αλλά κάλεσε και όλες τις «υγιείς δυνάμεις να πάμε απέναντι στον λαϊκισμό», ενώ αναρωτήθηκε «γιατί τώρα;», «που η χώρα μετά από 40 χρόνια κάνει αυτούς τους εξοπλισμούς στην Αμυνα», που ο Εβρος δεν είναι «γυμνός» κάποιοι επενδύουν «σε απόψεις παραλογισμού ότι η Ελλάδα πάει κάτι να κάνει και να υποχωρήσει στα εθνικά θέματα».
Ο βουλευτής της Ν.Δ., Νικήτας Κακλαμάνης, επανέλαβε και χθες σε συνέντευξή του ότι «θα ήταν λάθος η κίνηση του Αντώνη Σαμαρά να δημιουργήσει δικό του κόμμα μετά τη διαγραφή του». Ανέφερε ότι από τις συζητήσεις που είχε το Σαββατοκύριακο με περισσότερους από 30 «γαλάζιους» βουλευτές «δεν είδα να υπάρχουν φυγόκεντρες τάσεις» και επισήμανε ότι το βράδυ με την ψήφιση του Προϋπολογισμού που επέχει παραδοσιακά και ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση «αυτή η παραφιλολογία θα τελειώσει».
ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΣΟΥΛΑΣ: Υποκρισία ο επιδεικτικός πατριωτισμός
Αναφορά με νόημα… έγινε χθες και από τον Πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Τασούλα, όταν υπογράμμισε ότι «ο επιδεικτικός, οικειοποιήσεως, μονοπωλήσεως και πολύ περισσότερο τιμωρητικός και εκδικητικός, δεν είναι πατριωτισμός, είναι υποκρισία και βαρβαρότητα». Μια δεικτική αναφορά αυτή του κ. Τασούλα κατά εκδήλωση για την αποδοχή και τοποθέτηση του χαρακτικού του Τάσου για τον Σπύρο Μουστακλή μπροστά από την Αίθουσα της Γερουσίας κατά την οποία σημείωσε ότι κάποιοι και σήμερα αντιλαμβάνονται και μεταχειρίζονται «τον πατριωτισμό ως εκδίκηση για όσους κατά τη γνώμη τους δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές».