Η «αισιοδοξία της ανάμνησης» (κατά Ευάγγελον Παπανούτσο) και το «σύνδρομο της Στοκχόλμης» σε ακραίο συνδυασμό. Οσο κι αν νιώθαμε φυλακισμένοι, εγκλωβισμένοι σε ένα καθεστώς πλήρους ανελευθερίας, βρίσκαμε τις διεξόδους μου. Παίζοντας κουμ καν στην πεζούλα του διπλανού λιθόχτιστου σπιτιού, διαβάζοντας κρυφά από τους γονείς μας το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» του Οσκαρ Ουάιλντ και το «Ακου, Ανθρωπάκο!» του Βίλχελμ Ράιχ που κυκλοφορούσαν στα περίπτερα και σε χρησιμοποιημένη μορφή.
Αυτή ήτανε και η μόνη μας αντίσταση (εκτός από το να ακούμε κρυφά Θεοδωράκη και Σαββόπουλο), να διαβάζουμε και να ξαναδιαβάζουμε τα περίφημα «Κείμενα» (αργότερα είχα την τύχη να συναντήσω μερικούς από τους συν-συγγραφείς εκείνου του τόμου, όπως τον συχωρεμένο Γιάννη Πάνου).
Κατά τα άλλα, θυμάμαι την πάστα φλόρα που έφτιαχνε η γειτόνισσα στον δικό μας φούρνο με τα ξύλα (τον προσανάβαμε με αφάνες που φέρναμε από τον Ταΰγετο).
Πολλές φορές νιώθω ότι έζησα από τη νεολιθική εποχή μέχρι και την Τέταρτη (Ρομποτική) Βιομηχανική Επανάσταση τουλάχιστον! Ας είμαστε αισιόδοξοι.
Εμείς περάσαμε χούντες, οικογενειακές φουρτούνες, κρίσεις, επικρίσεις, κατακρίσεις, εμφύλιες διαμάχες με τους πρώην συγγενείς για την περιουσία, συκοφαντίες, κατακραυγή, χτυπήματα κάτω από τη μέση… φθόνο και των γονέων. Ο πατέρας μου ποτέ δεν με συνεχάρη για τις ακαδημαϊκές και καλλιτεχνικές μου επιτυχίες. Η μητέρα σώπαινε βουτηγμένη στη θλίψη της που «δεν της έδωσε ο Θεός παιδιά!!!».
Φίλοι μου γίνανε τα φίδια, οι σκορπιοί κι ένα αλλόκοτο παιδί που φορούσε στρατιωτικό αμπέχονο χειμώνα-καλοκαίρι και που -όπως αποδείχτηκε πολύ αργότερα- ήταν αυτοδίδακτος, χαρισματικός γητευτής φιδιών!!!
Κανείς δεν ήξερε πούθε προήλθε αυτό το χάρισμα. Κληρονομικό ίσως. Από τα μακρινά χρόνια. Από τον περίφημο «δρόμο του μεταξιού», από τη νοθεία του γονιδίου μέσω της μοιχείας των καλών κυράδων με τους πλανόδιους τροβαδούρους, μικροπωλητές και τσαρλατάνους… ίσως.
Ενα ήταν σίγουρο: το παιδί τραύλιζε. Κανονικά μίλαγε μόνο σ’ εμένα, όταν ήμασταν μόνοι μας. Ζωγράφιζε όμως υπέροχα. Κάτι υπέροχα φτερωτά φίδια που έμοιαζαν με τροπικά πουλιά, τόσο πολύχρωμα ήταν.
Από μαθήματα… σκράπας. Εγώ τον βοήθησα να βγάλει το Δημοτικό και να δώσει εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Ομως, δεν πρόλαβε, γιατί εκείνο το καλοκαίρι (του 1974) συνέβη το μοιραίο περιστατικό που καθόρισε τη ζωή του.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Οταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στη Βόρεια Κύπρο και την κατέλαβαν, εμείς τρέξαμε στα μαγαζιά και μαζέψαμε όσα σπίρτα μπορούσαν να χωρέσουν οι τσέπες μας [ήτανε κρατικό μονοπώλιο ακόμα τότε και το μόνο προϊόν που δεν παρήγαγαν ο κήπος, ο ελαιώνας, το αμπέλι ή το… κοτέτσι μας].
Εκεινού όμως οι τσέπες ήτανε γεμάτες κι αναγκάστηκε να μοιραστεί τα δικά μου σπιρτόκουτα προκειμένου να μη γυρίσει στο σπιτικό του με άδεια χέρια.
Το επόμενο πρωί όμως ξυπνήσαμε κάπως άγρια. Μέχρι τότε ήσαν όλα αγνά, παιδικά, ανέμελα, ανυποψίαστα, ειρηνικά.
Αυτό όμως τέλειωσε για πάντα και μου απαγορεύτηκε η είσοδος στο σπίτι και στον κήπο τού μέχρι χθες φίλου μου.
Γιατί;
Αργησα λίγο να το μάθω κι έμεινα με την πικρή αίσθηση της πρώτης αδικίας που υπέστην στη μακρά και πολυτάραχη ζωή μου (τρόπος του λέγειν, δηλαδή).
Χρόνια πολλά μετά, είχα περάσει στο Πολυτεχνείο (το 1979) κι επήγαινα για πασχαλιάτικες διακοπές στην Καλαμάτα με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ από τον Κηφισό. Οταν σταματήσαμε στους Μύλους του Αργους για το πατροπαράδοτο νοστιμότατο σουβλάκι (σκέτο χοιρινό λίπος), ο οδηγός μού ζήτησε να πούμε κάτι ιδιαιτέρως.
Δεν τον αναγνώρισα αμέσως. Ηταν ο πρώην γείτονας και συμμαθητής μου στο Δημοτικό, που περνούσαμε όλο το καλοκαίρι μαζί κυνηγώντας τζιτζίκια… έτσι νόμιζα τουλάχιστον μέχρι τότε.
Και τότε το μυστήριο λύθηκε: η μάνα του απορούσε γιατί ο κανακάρης της πήγαινε στον κήπο κάτω από μια γέρικη ελιά για να πιει κάθε πρωί το γάλα του και, παρόλο που το στράγγιζε το κύπελλο, μετά έτρεχαν να τον ποτίζουν μουρουνέλαια για να μη λιμοκτονήσει (πετσί και κόκαλο είχε γίνει). Μα πού πήγαινε τόσο φρέσκο κατσικίσιο γάλα;
«Στην κουφάλα της ελιάς, όπου εξέτρεφε τα φίδια που μάζευε εις τους αγρούς σφυρίζοντας με ειδικό τρόπο, γητεύοντάς τα και μεταφέροντάς τα σπίτι καλά κρυμμένα στις τσέπες του αμπέχονού του!!!».
Αναυδος εγώ. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Σας ορκίζομαι!
«Και τι έγινε; Εχεις ακόμη αυτό το χάρισμα;», τον ρώτησα ενεός.
«Οχι, από εκείνη την ημέρα το έχασα το ταλέντο μου. Οταν είδα τη μητέρα μου να τρομάζει και να φωνάζει σαν τρελή, κατάλαβα πως δεν ήτανε κάτι καλό και το απεμπόλησα [τουλάχιστον είχε μάθει καλά ελληνικά δίπλα μου]. Εγινα λοιπόν οδηγός και να με τώρα!!! Τι θέλεις να σε κεράσω;».
«Τίποτα, ευχαριστώ», απάντησα έντρομος.
Διάβαζα σε όλη τη διαδρομή μέχρι να φτάσουμε στον Αγιο Κωνσταντίνο, όπου θα κατέβαινα.
Από τότε με κατηγόρησαν πολλές φορές για πολύ σοβαρότερα πράγματα για τα οποία δεν είχα -ασφαλώς- ουδεμία ιδέα.
Αυτό ήτανε το πλέον παράξενο, αλλόκοτο, αλλούτερο συμβάν τής μέχρι τώρα ζωής μου.
Ο βίος και η πολιτεία μου όμως είναι μέσα στο Φως, στην Αλήθεια και στη χαρά του Θεού, που είναι μεγάθυμος και τα βλέπει ΟΛΑ μα ΟΛΑ από τον αδαμαντοποίκιλτο θρόνο Του εκεί ψηλά. Αυτός με έσωσε και με σώζει διαρκώς με τους φιλόστοργους Αγγέλους Του. Γιατί αγάπησα και αγαπώ όλους τους ανθρώπους, όλα τα ζωντανά. Και τα άψυχα ακόμα. Είναι έκφραση της άπειρης Φιλευσπλαχνίας Του.
Γέγονε!!!
Του δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
Ειδήσεις σήμερα
Μήνυμα στις αγορές με νέα πρόωρη αποπληρωμή χρέους