Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει προγραμματική ή και ιδεολογική σύγκλιση, αλλά ακόμα περισσότερο χρειάζεται πολιτική ωριμότητα. Πώς, όμως, λειτουργούν τα κόμματα στην Ελλάδα; Υπάρχει αυτή η κουλτούρα της συναίνεσης ή μήπως το κομματικό συμφέρον είναι αυτό που κυριαρχεί, ιδιαίτερα μάλιστα ανάμεσα στα κόμματα που δηλώνουν υπέρ των συνεργασιών; Αν υπήρχε κάποιου είδους «κρας τεστ», αυτό θα μπορούσε να ήταν η ψήφιση ή καταψήφιση των νομοσχεδίων της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του ΚΕΦΙΜ για το δείκτη νομοθετικής συναίνεσης βλέπουμε πώς συμπεριφέρθηκαν τα κόμματα στην τελευταία κοινοβουλευτική περίοδο (Ιούλιος 2019-Απρίλιος 2023), δηλαδή με κυβέρνηση τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και πώς διαμορφώνεται διαχρονικά η στάση των κομμάτων που βρέθηκαν στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το 2004 έως το 2023. Και στις δύο περιπτώσεις, το ΚΚΕ είναι το κόμμα με το μικρότερο ποσοστό συναίνεσης (σχεδόν μηδενικό). Ομως, το «όχι σε όλα» πλησιάζει εξίσου εντυπωσιακά και ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που δηλώνει κόμμα που στηρίζει τις συναινέσεις.
Στην τελευταία κοινοβουλευτική περίοδο, το μεγαλύτερο ποσοστό υπερψήφισης των κυβερνητικών νομοσχεδίων είχε το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. με 49,4%, δηλαδή ένα στα δύο νομοσχέδια, και ακολουθούν με πολύ μεγάλη απόσταση ο ΣΥΡΙΖΑ με 20,1%, η Ελληνική Λύση με 14,1%, το ΜέΡΑ25 με 4,1% και το ΚΚΕ με 0,4%. Διαχρονικά, η εικόνα δεν αλλάζει και ιδιαίτερα. Ενδεικτικά να πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση την περίοδο 2012-2015, σημείωσε τη μικρότερη νομοθετική συναίνεση και ότι η Ν.Δ. τις περιόδους 2009-2011 και 2015-2019 σημείωσε τη μεγαλύτερη νομοθετική συναίνεση, υπερψηφίζοντας επί της αρχής περίπου 1 στα 2 νομοσχέδια της πλειοψηφίας.
Συμπέρασμα (δικό μας). Δεν αρκεί να δηλώνεις προοδευτικός και οπαδός της συναίνεσης, πρέπει και να είσαι. Αλλιώς απλά τη διαφημίζεις για να κερδίσεις την εξουσία.