Το αποτέλεσμα της απροθυμίας του Αλέξη Τσίπρα να παραδώσει την αρχηγία ήταν όχι μόνο μισή ντουζίνα επίδοξοι αρχηγοί αλλά η πολιτική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ. Ενα κόμμα που στην αρχική του μορφή βασιζόταν στην πολιτική και σήμερα να το κάνει αναζητώντας ένα χαλασμένο τρένο στην Κατερίνη, ένα ασθενοφόρο που άργησε στο Περιστέρι και έναν σερβιτόρο που σερβίρει σε θαλάσσιες εξέδρες της Ρόδου.
Αντίθετα με την πολιτική αγκύλωση του ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έχει την προσωπικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη και η ανανέωση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ αποδείχθηκαν προσόν. Το χαμηλό προφίλ του Ανδρουλάκη σε συνδυασμό με την αδρανοποίηση του Λοβέρδου επέτρεψε στα νέα στελέχη να σχηματίσουν ανεξάρτητες και σαφείς προσωπικότητες. Μέσα σε εβδομάδες οι άγνωστοι στο ευρύ κοινό Παναγιώτης Δουδωνής και Δημήτρης Μάντζος απέκτησαν έναν πολιτικό χαρακτήρα που δεν υπήρχε στο ΠΑΣΟΚ. Επειδή δεν ήταν προϊόντα του κομματικού μηχανισμού, δεν παρασύρθηκαν από τη γοητεία του ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ, αλλά σαν νέοι πολιτικοί που θα μιλάνε χωρίς κλισέ.
Πλησιάζουμε στην αμφισβήτηση του μεγαλύτερου ταμπού της ελληνικής πολιτικής. Οτι στις εκλογές κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις αγωνίσθηκαν για πολιτικά συστήματα. Και αν βγει η Ν.Δ. θα έχουμε καπιταλισμό, ενώ αν βγει το ΠΑΣΟΚ θα οδηγήσει την Ελλάδα στον σοσιαλισμό. Κάτι που έχει τόση σχέση με την πραγματικότητα όσο οι αθλητικές εφημερίδες που γράφουν «οι μάγκες του Πειραιά» ή «οι Θεσσαλονικείς» και οι παίκτες στους οποίους αναφέρονται είχαν πρόβλημα να βρουν τον Πειραιά ή τη Θεσσαλονίκη με GPS στον χάρτη.
Μπορούμε να αντέξουμε μια πολιτική που θα ψηφίζουμε διαχειριστές εξουσίας; Στην οποία θα δεχόμαστε ότι κάθε λογικός πολιτικός τα ίδια θα έκανε και η διαφορά είναι πώς τα ιεραρχεί και πόσο καλά θα τα κάνει. Το έχει δεχτεί η πραγματικότητα. Ενας υπουργός μού έλεγε ότι σε μια συνάντηση στο Μαξίμου ήταν καμιά δεκαριά υπουργοί και υφυπουργοί. Κάποια στιγμή ο Γιάννης Οικονόμου βγήκε από την αίθουσα. Ο υπουργός κοίταξε γύρω του και είπε «Παιδιά, ο δεξιός βγήκε. Μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα. Ολοι είμαστε ΠΑΣΟΚ».
Οι πρώτες 100 ημέρες και το Κάμελοτ
Η αμερικανική πολιτική έδωσε στην ευρωπαϊκή δύο όρους που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας. Τις πρώτες 100 μέρες και το Κάμελοτ. Ο πρώτος όρος είναι του Φραγκλίνου Ρούζβελτ που έγινε πρόεδρος το 1933. Μέσα στις πρώτες 100 μέρες της θητείας του έστειλε στο Κογκρέσο 15 νομοθετήματα που αποτέλεσαν τη βάση του… New Deal. Ο δεύτερος όρος είναι από τους έμπιστους του Τζον Κένεντι στην κυβέρνηση, που ο Τύπος τούς παρομοίασε με τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης του Αρθούρου στο Κάμελοτ.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Στην περίπτωση της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη οι ιππότες είναι γνωστοί. Από τον Ακη Σκέρτσο και τον Σταύρο Παπασταύρο, τον Γιάννη Μπρατάκο και την Κύρα Κάπη, τα στελέχη του Μαξίμου είναι γνωστά. Μοναδική σημαντική αλλαγή ο Μάκης Βορίδης στη θέση του Γιώργου Γεραπετρίτη. Ας ελπίσουμε χωρίς να χρειαστεί ο Βορίδης να ακολουθήσει τα βήματα του προκατόχου του και να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο.
Οσο για τις πρώτες 100 ημέρες υπάρχει ένας κανόνας. Οι πρώτες 100 ημέρες μιας κυβέρνησης είναι των πρωθυπουργών. Μετά από έναν θρίαμβο δύσκολα αμφισβητούνται. Αν ο Μητσοτάκης σκοπεύει να περάσει το νομοσχέδιο για τους γάμους ατόμων του ιδίου φύλου, όπως δήλωσε στο Bloomberg, η κίνηση θα γίνει άμεσα.
Η ΙΝΤΕΡΠΟΛΣΤΗ ΣΟΥΠΕΡ ΛΙΓΚ 2
Μια είδηση που πέρασε στα μικρά αλλά έχει σημασία είναι η απόφαση της ΕΡΤ να μην εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Σούπερ Λιγκ 2 μέχρι να ολοκληρωθούν οι έρευνες της Ιντερπολ για την ύπαρξη κυκλώματος παράνομου στοιχηματισμού στην κατηγορία. Λεπτομέρειες δεν έγιναν γνωστές, αν δηλαδή πρόκειται για κύκλωμα που παίρνει παράνομο στοίχημα ή κύκλωμα που στήνει αγώνες, αλλά αυτό που μετράει είναι η απόφαση της κρατικής τηλεόρασης να μην πληρώσει μέχρι να κλείσει η έρευνα. Μια απόφαση-έκπληξη αφού εκτός από το «μήπως είναι δικά μας τα λεφτά» υπάρχουν και οι πιέσεις πολιτικών παραγόντων που θέλουν οι ομάδες της περιφερείας τους να ενισχύονται οικονομικά.
Τα πρωταθλήματα των μικρών κατηγοριών στο ποδόσφαιρο είναι μια πονεμένη ιστορία. Με τη νοοτροπία του μισθοφόρου που εάν κάποιος υφυπουργός Αθλητισμού τούς τάξει λεφτά μπορεί να τα διοργανώσει με όσες ομάδες θέλει. Χωρίς αρχή και τέλος αφού κανένας δεν ξέρει πότε θα αρχίσουν, πότε θα τελειώσουν και με πόσες ομάδες θα τελειώσουν. Επαγγελματικά κατ’ όνομα αλλά οικονομικά στον αέρα στην πράξη και ως εκ τούτου έρμαια στα νύχια του παρανόμου στοιχήματος.
Η έρευνα της Ιντερπολ μπορεί να είναι μια ευκαιρία το κράτος να απαγκιστρωθεί από μία αδιέξοδη κατάσταση. Φτάνει να μην υπάρξουν επεμβάσεις από μέσα. Και κυρίως το υφυπουργείο Αθλητισμού να καταλάβει ότι βοήθεια στον αθλητισμό δεν είναι η χρηματοδότηση διαβρωμένων συστημάτων.