Η Ε.Ε. και η Κίνα έχουν υποσχεθεί αντίμετρα -και μάλιστα ισχυρά- καθώς η δεύτερη φαίνεται να είναι ο κύριος στόχος του σχεδιασμού του Λευκού Οίκου, ενώ η Νότια Κορέα έχει υποσχεθεί μια «ολοκληρωτική» απάντηση. Η ζημιά που προκαλείται σε πολιτικό επίπεδο, με συμμάχους όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, μπορεί επίσης να έχει το δικό της κόστος, καθώς δισεκατομμύρια κάνουν ήδη φτερά από τα επενδυτικά – αναπτυξιακά σχέδια. Η εσωτερική αγορά των ΗΠΑ πιθανώς να είναι ένα από τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της μονομανούς επιλογής, κάτι που θα έχει συνέπειες και για τον ίδιον. Η τακτική του οδοστρωτήρα που ο Τραμπ εφαρμόζει στα οικονομικά θέματα, τα οποία αντιμετωπίζει ως παρτίδα πόκερ, αλλάζοντας διαρκώς απόψεις και σχέδια, αγνοώντας σκόπιμα κάθε πολιτική, ιστορική και γεωπολιτική ιδιαιτερότητα, θεωρείται βέβαιο ότι δεν θα έχει ήρεμη κατάληξη.
Ο «Economist» είναι σαφής, ο Τραμπ βασίζεται περισσότερο στο ένστικτο και όχι στη γνώση και τη συνεκτίμηση, αντιμετωπίζει τους δασμούς ως εργαλείο «επιβολής» και «εκδίκησης» απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, τον οποίον θεωρεί ότι εκμεταλλεύεται την Αμερική. Βέβαιες θεωρούνται οι εμπορικές ανατροπές και μετατοπίσεις, όπως και οι πληθωριστικές πιέσεις εντός και εκτός ΗΠΑ, απολύτως βέβαιες. Η εφοδιαστική αλυσίδα από την Ασία ήδη έχει αρχίσει να κλυδωνίζεται, ενώ η Κίνα βλέπει κατάματα τον δρόμο προς την κορυφή των αξιόπιστων εμπορικών συνομιλητών έναντι του Τραμπ, που θεωρεί ότι οι Αμερικανοί ψηφοφόροι τον εξέλεξαν πρόεδρο όχι των ΗΠΑ, αλλά ολόκληρου του πλανήτη.
Κλείνοντας την Αμερική στο καβούκι της, ο Τραμπ θα αναγκάσει τον υπόλοιπο κόσμο να βρει τρόπο να ζει χωρίς αυτήν. Ενδεικτική ήταν η απάντηση που έδωσε, το περασμένο Σάββατο, στο ερώτημα: «Γνωρίζετε ότι θα αυξηθούν πολύ οι τιμές των αυτοκινήτων;». «Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που να με ενδιαφέρει λιγότερο», απάντησε.
Οι «New York Times» γράφουν ότι ο Τραμπ δοκιμάζει τα όρια μιας Δημοκρατίας 250 ετών. Ανάβει πολλές φωτιές. Και τις φουντώνει μάλιστα. Χωρίς να έχει αποδείξει αν μπορεί να τις σβήσει κιόλας…