-άγνωστο πώς- με ζημιές, εισοδήματα από ανασφάλιστη εργασία δεν δηλώνονται ποτέ κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα είναι να επωμίζονται το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος εκείνοι που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα.
Η μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ με τίτλο «Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα», που δημοσιοποιήθηκε χθες, εξετάζει τα δεδομένα της περιόδου από το 2008 μέχρι το 2019, εστιάζοντας στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και στους έμμεσους φόρους. Τα συμπεράσματα δεν εκπλήσσουν κανέναν. Ο μεγάλος χαμένος της οικονομικής κρίσης ήταν η μεσαία τάξη και το 94% των φόρων το 2014 και το 2019 (τελευταίο έτος διακυβέρνησης από ΣΥΡΙΖΑ) καταλογίζεται στο πλουσιότερο 40%. Προσέξτε, στο πλουσιότερο, όχι κατ’ ανάγκην στο πλούσιο.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Πώς μεταφράζεται αυτό σε επίπεδο εισοδήματος, δηλαδή ποιο είναι το όριο πάνω από το οποίο ένας φορολογούμενος τοποθετείται στο πλουσιότερο 40% ή 20%; Οπως σημειώνουν οι αναλυτές, πριν την κρίση, το 2008, φορολογούμενοι με δηλωθέν εισόδημα άνω των 15.000 ευρώ θεωρούνταν ότι ανήκαν στο πλουσιότερο 40% των φορολογουμένων, ενώ το όριο αυτό μειώθηκε στις 11.000 ευρώ το 2014 και το 2019. «Ακόμα και αν επικεντρωθούμε στο πλουσιότερο 20% των φορολογουμένων, το 2019 αρκούσε οικογενειακό εισόδημα 19.000 για να ενταχθεί ένας φορολογούμενος σε αυτήν την κατηγορία. Το αντίστοιχο όριο πριν την κρίση ήταν 26.000 ευρώ».
Και ερχόμαστε στο σήμερα. Πολλά έχουν αλλάξει τα τελευταία τρία χρόνια. Η στήριξη που έλαβαν επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες στα χρόνια της πανδημίας βοήθησαν ως ένα βαθμό στη φορολογική συμμόρφωση, ενώ ταυτόχρονα η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών από την ΑΑΔΕ περιορίζουν τη φοροδιαφυγή από την έμμεση φορολογία, όπως είναι π.χ. ο ΦΠΑ. Ωστόσο σίγουρα πρέπει να γίνουν περισσότερα για την πάταξη των φοροφυγάδων και τον εξορθολογισμό της φορολογικής βάσης και αυτός πρέπει να είναι ένας από τους μεγάλους στόχους της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στην επόμενη 4ετία.