Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα για μια ακόμη φορά, η προσοχή στρέφεται προς την «γειτονιά» μας καθώς οι εντάσεις συνεχώς αυξάνονται. Η Συριακή κρίση συνεχίζει να σοβεί, ενώ, η κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας περιπλέκει περισσότερο την ήδη δύσκολη, κατάσταση στην περιοχή.
Ο Πρόεδρος Erdogan, επέτυχε μια Πύρρεια νίκη στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Το πρόβλημα δεν έγκειται στην ισχνή ποσοστιαία διαφορά, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι πλέον εγκαταλείπεται από εκείνα τα τμήματα της Τουρκικής κοινωνίας, τα οποία είναι οι φορείς του αναγκαίου εκσυγχρονισμού και των ζωτικής σημασίας προοδευτικών αλλαγών. Στο διαδραστικό και άκρως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώνεται στην εποχή μας, κανένα κράτος και καμία κοινωνία δεν μπορεί να ακολουθήσει τις αλλαγές προσαρμογής αν δεν επικυριαρχούν τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να κατανοήσουν τις απαιτήσεις της εποχής, να σχεδιάσουν και να αφομοιώσουν τις αλλαγές.
Παραλλήλως, οι αποτυχίες των Τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στο μέτωπο του Ισλαμικού Κράτους, οδήγησαν στην υποβάθμιση της στρατιωτικής παρουσίας και δραστηριότητας της Τουρκίας, με συνέπεια να εντείνονται οι τουρκικές ευαισθησίες εν όψει της ενδεχομένης ιδρύσεως δύο Κουρδικών οντοτήτων στο μαλακό υπογάστριο της χώρας. Παρά το γεγονός ότι οι Κούρδοι του Β. Ιράκ και το καθεστώς Barzani έχει συνάψει ισχυρές οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις με την Άγκυρα, η εμφάνιση αντιστοίχου, ανεξάρτητης Κουρδικής παρουσίας στις περιοχές της Συρίας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει μεταβολή στο status της περιοχής και θα υποχρεώσει και το Arbil σε αναθεώρηση της πολιτικής του, δεδομένου ότι οι Κούρδοι της Συρίας διατηρούν ισχυρές σχέσεις με το PKK.
Ο κίνδυνος –όσον αφορά στην ηγεσία της Άγκυρας-, επιτυχούς καταλήξεως του Κουρδικού οράματος για ίδρυση Κουρδικού κράτους είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ορατός καθώς το Κουρδικό στοιχείο της περιοχής, αρχής γενομένης από την κρίση στο Ιράκ, έχει αναχθεί σε απολύτως αξιόπιστο και χρήσιμο συνομιλητή των Δυτικών δυνάμεων. Άλλωστε, ειδικότερα στην περίπτωση της Συρίας, είναι και η μόνη αξιόμαχη δύναμη έναντι του ISIS, αλλά και του καθεστώτος Assad.
Επίσης, δεδομένων ότι η Ευρώπη δεν έχει καθοριστικό λόγο στην επίλυση του Κουρδικού και ότι οι κ.κ. Trump και Putin ελάχιστα ενδιαφέρονται για αξίες, όπως ανθρώπινα δικαιώματα, ελευθερία έκφρασης κ.ά. συναφή ιδεώδη, τα οποία για την Ευρωπαϊκή οικογένεια αποτελούν ζητήματα αρχών, ερμηνεύεται κατά βέβαιο τρόπο η απομάκρυνση της Άγκυρας από την Ευρωπαϊκή προοπτική της και η στροφή προς την Ουάσιγκτων και Μόσχα. Βέβαια, η σχέση Τουρκίας-Ρωσίας ήταν ανέκαθεν ανταγωνιστική, αλλά, υπό τις σημερινές συνθήκες ο Ρώσος ηγέτης –όπως άλλωστε και ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος-, έχει αποδείξει ότι πρώτη μέριμνά του είναι τα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας του, οπότε την στιγμή αυτή, η συμπόρευση με το καθεστώς Erdogan, εξυπηρετεί, με όσους αστερίσκους, ενδεχομένως, τίθενται και από τις δύο πλευρές.
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για μία εισέτι φορά, έχει ρόλο παρατηρητή και ακολούθου των ΗΠΑ. Είναι ενδεικτικές οι δηλώσεις της κας Mogerini (υπεύθυνης επιτρόπου για την εξωτερική πολιτική). Με τις δηλώσεις της περί σεβασμού του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, είναι προφανής η προσπάθεια δημιουργίας διαύλων επικοινωνίας και συνεννόησης με τον απρόβλεπτο Τούρκο ηγέτη και από την Ευρωπαϊκή πλευρά. Προφανώς, η Δύση (ΗΠΑ και ΕΕ), διαβλέπει ότι, η έλλειψη επικοινωνίας ή και κάποια πιθανή απομάκρυνση, στιγμή αυτή, του Erdogan θα διαταράξει επικίνδυνα το status quo και πιθανώς θα σηματοδοτήσει απρόβλεπτες εξελίξεις σε μια διχασμένη Τουρκία και μία ευαίσθητη και ήδη, τεταραγμένη περιοχή.
Αλλά, αν η κατάσταση στην Τουρκία είναι οχληρά σε ανησυχητικό βαθμό για την Ελλάδα –αφού τα εσωτερικά της προβλήματα υποχρεώνουν την ηγεσία της στην ανάπτυξη επιθετικής ρητορικής και επίδειξη επιθετικότητας προς το Αιγαίο-, δεν είναι το μείζον ζήτημα για την χώρα μας και για την Βαλκανική. Μεγαλύτερη ανησυχία προκαλεί η ταραγμένη –εδώ και καιρό-, κατάσταση στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και ειδικότερα στις άμεσα γειτονικές μας.
Στην Σερβία, συνεχίζονται οι διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης Vučić, και παρά το γεγονός ότι δεν έχουν την δυναμική των αντιστοίχων κατά του Μιλόσεβιτς, συμβάλλουν στην πρόκληση αίσθησης πολιτικής αβεβαιότητας.
Στην γειτονική ΠΔΓΜ, η πολιτική αστάθεια είναι γεγονός, καθώς επί μήνες δεν έχει καταστεί δυνατός ο σχηματισμός κυβερνήσεως. Ο Πρόεδρος Ivanov, σε μια αδιανόητη για τα Ευρωπαϊκά κοινοβουλευτικά ήθη, εμπλοκή του στο κομματικό παιχνίδι, αρνείται να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον ηγέτη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, εμφανίζοντας ως επικίνδυνη για τα εθνικά συμφέροντα την σύμπραξη σοσιαλδημοκρατών και κομμάτων της Αλβανικής συνιστώσας, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω, πρώτη φορά εμφανίζουν ενοποιημένη θέση περί των πολιτικών συμμαχιών τους. Βέβαια, το πραγματικό γεγονός είναι ότι ο πρώην πρωθυπουργός Gruevski δεν εννοεί να εγκαταλείψει την εξουσία, δικαιολογημένα βεβαίως, αφού αν αποστερηθεί την κάλυψη που αυτή, του παρέχει, υφίστανται υψηλές πιθανότητες να καταδικασθεί για το σκάνδαλο των υποκλοπών, το οποίο και τον έσυρε σε πρόωρες εκλογές.
Και εδώ, είναι αξιοσημείωτη η υποστήριξη της Μόσχας προς τον Gruevski –πιθανόν και λόγω του Βουλγαρικού ενδιαφέροντος-, ενώ, δεν στερούνται βάσεως και προσελκύουν την προσοχή των αναλυτών οι καταγγελίες περί πραξικοπήματος από φιλορωσικές δυνάμεις στο γειτονικό Μαυροβούνιο, προκειμένου να αποτραπεί η ένταξη της χώρας αυτής στην Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Στο Κοσσυφοπέδιο -πέραν των όσων προβλημάτων συνεπάγεται, η αυτή καθ’ εαυτή ύπαρξη του εκ σκοπιμότητος μορφώματος-, η κατάσταση, λόγω της γειτνιάσεως με την ΠΔΓΜ και τα προβλήματα της εκεί Αλβανικής κοινότητας, ενισχύει τις εντάσεις που αναδεικνύονται. Εντάσεις και εξάρσεις των -ούτως ή άλλως νωπών- εθνικισμών, που προβάλλουν εντονότατα εξ αιτίας της οικονομικής υστέρησης και των πολιτικών αστοχιών της Δύσης. Επί παραδείγματι, η δημιουργία ενός απολύτως αποτυχημένου μορφώματος στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη, παρά τα όσα διατυμπάνιζαν οι Δυτικοί ηγέτες, ουδέν άλλο χρήσιμο προσέφερε, ει μη μόνον την παρουσία καταλοίπων φανατικών ισλαμιστών, οι οποίοι αποτελούν το υπόστρωμα για την διευκόλυνση κυκλοφορίας τρομοκρατών του ISIS ή παλαιότερα της Al-Qaeda· ακόμη, το Κοσσυφοπέδιο κατά την πρώτη φάση, υπήρξε η «κοιτίδα» στρατολόγησης αρκετών ενόπλων του ISIS.
Αυτή η πραγματικότητα της οικονομικής ένδειας και υστέρησης των Δ. Βαλκανίων είναι η αιτία που απομακρύνει το Ευρωπαϊκό όραμα των ηγεσιών τους και τις οδηγεί στην εύκολη καταφυγή στον εθνικισμό, προκειμένου να διατηρηθούν στην εξουσία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την συμπεριφορά της σημερινής Αλβανικής ηγεσίας.
Η Ελλάδα αφού απέτυχε κατά τη 10ετία του 1990, να μετουσιώσει την οικονομική δύναμή της σε ισχυρή και ουσιαστική πολιτική επιρροή, σήμερα βρίσκεται εν μέσω κρίσης να «κυνηγάει την ουρά της» και να δημιουργεί καθημερινά και νέα αδιέξοδα για την όποια προοπτική της. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, θα ήταν απολύτως χρήσιμο να μελετήσει εκ νέου και δίχως εμμονές την ιστορία της περιόδου προ, κατά και μετά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Οι προκλήσεις της εποχής είναι ομοιότυπες και απαιτείται σοβαρότητα, εγρήγορση, καλός σχεδιασμός και πρωτίστως καλή επικοινωνία με τους Δυτικούς Συμμάχους μας, εις τρόπον ώστε, ακόμη και σε κάποια ενδεχόμενη περίπτωση «ατυχήματος» -στο οποίο αναπόδραστη θα είναι η εμπλοκή Τουρκίας, Βουλγαρίας, Αλβανίας και Ελλάδος-, η χώρα μας να μην βρεθεί στην δυσάρεστη θέση θρηνούντος …