Η πρόσφατη δημοσκόπηση της GPO επιβεβαιώνει και τη δομική αντίφαση που κουβαλάει μαζί της η έννοια του «αντισυστημικού». Ετσι, το 54,3% θεωρεί ότι ο αντισυστημισμός είναι δείγμα μιας κοινωνίας που διαθέτει αντανακλαστικά, άρα εκφράζει με τον τρόπο του το υγιές κομμάτι της. Παράλληλα, το 36,2% πιστεύει ότι ο λεγόμενος «αντισυστημισμός» είναι επικίνδυνος για τη δημοκρατία. Και, ταυτόχρονα, αυτοί που εντάσσουν τους εαυτούς τους στην αντίθετη ομάδα, ως «συστημικοί», είναι το 42,6%, ενώ το 37,4% δηλώνουν «αντισυστημικοί». Ενα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 20% δεν εκφράζει άποψη. Και όλα αυτά την ώρα που το 43,3% θεωρεί τον αντισυστημισμό συνώνυμο του λαϊκισμού. Από τα σπουδαιότερα ευρήματα της έρευνας είναι ότι το 26,3% θεωρεί ότι να είναι κανείς «αντισυστημικός» είναι απλώς μια πράξη διαμαρτυρίας, ενώ μόλις το 23,9% θεωρεί ότι πρόκειται για πολιτική στάση και πρόταση. Επίσης, το 55,5% δεν θέλει να κυβερνηθεί ο τόπος από αντισυστημικές δυνάμεις.
Μπορεί, λοιπόν, όλη αυτή η συζήτηση περί «αντισυστημισμού» να ανάγεται στη σφαίρα της απροσδιόριστης έκφρασης κοινωνικής διαμαρτυρίας, η οποία καταφανώς σχετίζεται με την υπόθεση των Τεμπών και όλων όσα έχουν συμβεί τον τελευταίο καιρό γύρω από αυτήν. Από παρόμοιες έρευνες δεν εξάγονται συμπεράσματα για το κατά πόσο ο «αντισυστημισμός» ταυτίζεται με την κομματική προτίμηση ή υπαγορεύεται από το αντιπολιτευτικό κρεσέντο, τις θεωρίες συνωμοσίας (και δολοφονίας) που υιοθετήθηκαν διά της πλαγίας, ακόμα και στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Και έτσι, ο «αντισυστημισμός» μπορεί στην ουσία του να καταγράφει την αβεβαιότητα και την κοινωνική αντίδραση, αλλά τις περισσότερες φορές γίνεται βολική μεταμφίεση του «γαία πυρί μειχθήτω» ή αλλιώς «να καεί, να καεί, το…. η Βουλή».