Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
«Η χώρα εγγυάται τα αγαθά της ελευθερίας για εμάς, τους απογόνους μας και όλους τους ανθρώπους του κόσμου που θέλουν να κατοικήσουν στο αργεντίνικο έδαφος. Οποιος σκλάβος πατήσει το πόδι του στην Αργεντινή απελευθερώνεται αυτομάτως», αναφέρει το άρθρο 15 του Συντάγματος του 1853, που παραμένει σε ισχύ.
Οι εποχές όμως αλλάζουν. Χθες δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νέος νόμος της κυβέρνησης Μάκρι (ενός γνήσια φιλελεύθερου πολιτικού, γόνου Ιταλών μεταναστών…) που προβλέπει αυξημένους ελέγχους στα σύνορα της Αργεντινής και στα αεροπλάνα, ώστε να απαγορευθεί η είσοδος στη χώρα ατόμων με βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Με την ίδια ρύθμιση επιταχύνονται οι διαδικασίες απέλασης αλλοδαπών εγκληματιών.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Οπως ο Τραμπ δαιμονοποίησε τους «Μεξικανούς βιαστές και λαθρομετανάστες», έτσι και η αργεντίνικη κυβέρνηση ανακάλυψε τον «ξένο που μας απειλεί» στους Περουβιανούς, στους Παραγουανούς και τους Βολιβιανούς έμπορους ναρκωτικών, που «έχουν κατακλύσει τη χώρα».
Η αλήθεια είναι ότι μετά τη χρεοκοπία του 2001 και την παρατεταμένη οικονομική κρίση η Αργεντινή έπαψε σταδιακά να είναι η ασφαλέστερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, με τη μικρότερη εγκληματικότητα. Σε άλλοτε ήσυχες συνοικίες του Μπουένος Αϊρες, της Κόρδοβα και του Ροζάριο πολλοί φοβούνται να κυκλοφορήσουν νύχτα, καθώς τα μαχαιρώματα και οι ληστείες -με θύτες και θύματα συχνά ανηλίκους- χτυπάνε κόκκινο.
Η αντιπρόεδρος Γκαμπριέλα Μισέτι προσπάθησε να σώσει τα προσχήματα: «Εμείς δεν είμαστε σαν τον Τραμπ. Θα παραμείνουμε ανοιχτή χώρα», υποσχέθηκε υπογραμμίζοντας πως η Αργεντινή θα συνεχίσει να δέχεται πρόσφυγες από τη Συρία και άλλες πολεμικές εστίες. Ωστόσο, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων προειδοποιούν ότι τα μέτρα της κυβέρνησης θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του υποδειγματικά ανοιχτού και κοσμοπολίτικου «αργεντίνικου μοντέλου».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου