Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Οι θέσεις του Νίκου Παρασκευόπουλου θα προκαλούσαν τόση φασαρία και αντίδραση ακόμα κι αν ήταν απλώς βουλευτής. Πόσω μάλλον που πρόκειται για τον τέως υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος ως νομικός, θα έπρεπε να ήταν προσεκτικότερος όταν μιλά για τέτοια θέματα. Το γεγονός ότι προέρχεται από ένα κόμμα που υποτίθεται πως μάχεται για τους αδυνάτους και τις μειονότητες, για τα θύματα ρατσιστικών και σεξιστικών επιθέσεων, για τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών, δεν μας κάνει πια εντύπωση. Εδώ και καιρό πολλά στελέχη του κυβερνητικού κόμματος παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια με τα άκρα.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Σήμερα είναι ο κ. Παρασκευόπουλος που θεωρεί πως θα μπορούσε να υπάρξει μια σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή, μια προσπάθεια -όπως είπε κομψά- ένταξής της στο κλίμα (sic) της Δημοκρατίας! Λίγες ημέρες νωρίτερα, σε αυτό το «κλίμα» βρίσκονταν και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως η κυρία Νίνα Κασιμάτη, που μόλις είχε γυρίσει από την κηδεία του Κάστρο και έσπευσε μαζί με κυβερνητικό κλιμάκιο και βουλευτές της Χρυσής Αυγής στο Καστελλόριζο.
Σε αυτή τη διευρυμένη στα όρια της παραμόρφωσης Δημοκρατία που ονειρεύεται ο τέως υπουργός Δικαιοσύνης ταιριάζει και η άλλη πρότασή του: Να μην υπάρχει ποινική τιμωρία για το κάψιμο της σημαίας, παρά μόνο μια πολιτική, κοινωνική και ηθική… αποδοκιμασία. Αλήθεια, έχει αναρωτηθεί κανείς για ποιο λόγο ο νομοθέτης προβλέπει ποινή για το κάψιμο της ελληνικής σημαίας; Προφανώς όχι γιατί καταστρέφεται ένα κομμάτι πανί. Αλλά επειδή προσβάλλεται και περιφρονείται συνειδητά το σύμβολο ενός κράτους που συμπυκνώνει την Ιστορία και τους αγώνες του. Επειδή είναι μια πράξη βίας και καταστροφής. Εκτός κι αν κάποιοι ψάχνουν για σημαίες ευκαιρίας για να διασφαλίσουν το ταξίδι τους στην εξουσία.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου