Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Είναι τα λόγια συμπάθειας και ειλικρινούς λύπης που ακούς στις συζητήσεις στους δρόμους και στα καφενεία, είναι ακόμα και οι αναρτήσεις στα συνήθως φλύαρα και επιθετικά σόσιαλ μίντια. Ολοι, δεξιοί και αριστεροί, υποκλίθηκαν στη σεμνότητα, τη μετριοπάθεια και τον πολιτικό πολιτισμό του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας. Και ας μην τον ψήφισαν οι παλαιότεροι όταν είχαν την ευκαιρία. Και είχαν αρκετές.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Αυτή είναι η αλήθεια. Ο Κωστής Στεφανόπουλος υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, διεκδίκησε δις την αρχηγία του κόμματος και ηττήθηκε την πρώτη φορά από τον Ευάγγελο Αβέρωφ και τη δεύτερη από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Δημιούργησε τη Δημοκρατική Ανανέωση, της οποίας ηγήθηκε σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις λαμβάνοντας ποσοστά από 0,67% έως 2,79%. Ωστόσο, τα προσόντα του Κωστή Στεφανόπουλου που δεν έγιναν αντιληπτά από το συντηρητικό εκλογικό σώμα, αναδείχθηκαν όταν έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η δημοφιλία του έφθασε στα ύψη και εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε για να την τιμήσει με τις δημόσιες παρεμβάσεις του και τη λιτή, ιδιωτική ζωή του. Αλλά δεν ήταν πια υποψήφιος.
Συμβαίνουν αυτά στην πολιτική. Κερδίζουν οι δυναμικές προσωπικότητες, αυτές που γεμίζουν στάδια και παθιάζουν τον κόσμο. Οπως έκαναν με αδιαμφισβήτητη ικανότητα ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στις εποχές που οι κυβερνήσεις έβγαιναν ισχυρές και αυτοδύναμες. Δεν θα μπορούσε να το πετύχει ο Κωστής Στεφανόπουλος, όπως δεν θα μπορούσε ούτε ο Λεωνίδας Κύρκος, όχι γιατί ο ένας ήταν πολύ συντηρητικός ή ο άλλος πολύ αριστερός, αλλά λόγω πολιτικής ιδιοσυγκρασίας. Τελικά και οι δυο τους αναγνωρίστηκαν ευτυχώς όσο ήταν ακόμα ζωντανοί και μάλιστα με τέτοιο ποσοστό που κέρδισαν τελικά την αυτοδυναμία από τον λαό. Το εκλογικό σώμα βέβαια είναι μια άλλη ιστορία.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου