Η Ελλάδα κατετάγη τέταρτη από το τέλος μεταξύ των 37 χωρών του ΟΟΣΑ στο πρόγραμμα PISA, που μετρά την ικανότητα των 15χρονων μαθητών να εφαρμόζουν γνώσεις και κυρίως δεξιότητες στις Φυσικές Επιστήμες, τα Μαθηματικά και την Κατανόηση Κειμένου ώστε να είναι σε θέση να συμμετέχουν ενεργά στη σύγχρονη κοινωνία.
Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Ο στόχος του PISA δεν είναι να συγκρίνει και να αξιολογήσει τα Αναλυτικά Προγράμματα των χωρών, αλλά να αξιολογήσει τις γνώσεις και τις δεξιότητες οι οποίες θεωρούνται – από ειδικούς από τις συμμετέχουσες χώρες- οι πλέον σημαντικές για την επιτυχή ένταξη των μαθητών στη σύγχρονη κοινωνία. Και σε αυτό τον κρίσιμο τομέα η χώρα μας βρίσκεται κάτω από τη βάση.
Οι μαθητές βαθμολογήθηκαν με 458 μονάδες όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 487 μονάδες. Το ανησυχητικό είναι ότι σε σύγκριση με το 2015 στη χώρα μας δεν υπήρξε η παραμικρή βελτίωση, στην προηγούμενη έρευνα είχαμε βαθμολογηθεί με 455 μονάδες. Επομένως το πρόβλημα είναι δομικό και όχι συγκυριακό, η Παιδεία που προσφέρεται στην Ελλάδα δεν είναι εφάμιλλη των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ. Η εύκολη απάντηση θα ήταν ότι η εκπαίδευση υποχρηματοδοτείται και εάν οι κυβερνήσεις ξόδευαν περισσότερα χρήματα για τα σχολεία, οι επιδόσεις των μαθητών θα ήταν καλύτερες.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αποδυναμώνουν αυτό το επιχείρημα. Για παράδειγμα, η Τουρκία δεν δαπανά τα κονδύλια της Ελλάδας στην Παιδεία, ωστόσο οι επιδόσεις των μαθητών της είναι καλύτερες από των Ελληνόπουλων. Το ίδιο ισχύει με την Ουκρανία, που έχει το 30% του κατά κεφαλήν εισοδήματος της χώρας, αλλά οι επιδόσεις των μαθητών της πλησιάζουν τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, στην Ελλάδα το 12% των μαθητών που προέρχονται από μη ευνοϊκό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον πέτυχαν επίδοση που τους κατέταξε στο υψηλότερο 25% της βαθμολογίας της χώρας, γεγονός που δείχνει ότι η μάθηση δεν είναι αποκλειστικά θέμα χρημάτων.
Μένει ώσπου να φύγει…
Ασφαλώς περισσότερα κονδύλια για την Παιδεία μπορεί να βελτιώσουν το επίπεδο των υπηρεσιών, αλλά αλήθεια γνωρίζει κάποιος πού θα πρέπει να διοχευτευθούν και κυρίως με ποιο τρόπο, ώστε να πιάσουν τόπο;
Ολα ξεκινούν από την ανυπαρξία αξιολόγησης εκπαιδευτικών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών δομών. Στην Ελλάδα έχουμε το πιο εξαντλητικό σύστημα αξιολόγησης μαθητών για την εισαγωγή τους στα πανεπιστήμια και το πιο χαλαρό για τους δασκάλους και τους καθηγητές, οι οποίοι μπορούν να συνταξιοδοτηθούν χωρίς να έχουν περάσει έστω και ένα στοιχειώδες τεστ σχετικά με την αποδοτικότητά τους ή τη δυνατότητα μετάδοσης των γνώσεών τους στα παιδιά.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να απορούμε όταν βλέπουμε ότι οι 15χρονοι μας δεν μπορούν να συναγωνισθούν τους συνομηλίκους τους από τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Οσο μάλιστα ανοίγει η «ψαλίδα» των επιδόσεων τόσο θα διευρύνονται στο μέλλον οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει.
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας πρέπει να καταστρώσει ένα σχέδιο ώστε στην επόμενη έρευνα PISA, που θα γίνει το 2021, οι επιδόσεις των Ελλήνων να βελτιωθούν, όχι με λογική βαθμοθηρίας, αλλά μέσα από τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ξεκινώντας από μία γενναία αξιολόγηση των δομών.
Κανείς δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα εάν πρώτα δεν καταγράψει τις διαστάσεις του. Αξιολόγηση λοιπόν παντού! Σε εκπαιδευτικούς, σχολεία, περιφέρειες. Να διαπιστωθεί πού υπάρχουν ελλείψεις και τι πρέπει να διορθωθεί, όχι με τιμωρητική διάθεση αλλά με ενδιαφέρον για τα παιδιά, που διαρκώς χάνουν έδαφος στην εκπαιδευτική κοινότητα.
Η Ελλάδα ξεφεύγει από την οικονομική κρίση αλλά εάν δεν βελτιώσει την παιδεία της το κοινωνικό κραχ μοιάζει αναπόφευκτο.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση