Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι σινο-αμερικανικές εντάσεις για μια σειρά θεμάτων (Ταϊβάν, έλεγχος Ανατολικού Ειρηνικού, νέος Δρόμος Μεταξιού, κινεζική διείσδυση σε Λατινική Αμερική, Αφρική και Ευρώπη) απορροφούνταν για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά τη βαθιά οικονομική αλληλεξάρτηση ΗΠΑ-Κίνας, με τα κινεζικά εμπορικά πλεονάσματα και την κατοχή τεράστιου μέρους του αμερικανικού χρέους. Ο δεύτερος αφορά τη γεωστρατηγική υπεροπλία των ΗΠΑ με βάση τους διεθνείς συσχετισμούς.
Πλέον και οι δύο εξισορροπητικοί παράγοντες πάνε περίπατο. Ως τώρα, ΗΠΑ και Κίνα ανταλλάσσουν κάθε χρόνο 600 δισ. δολάρια σε αγαθά και 70 δισ. δολάρια σε υπηρεσίες, στο πλαίσιο ενός παγιωμένου, απέραντου δικτύου κοινών συμφερόντων, που λειτουργούσε αποτρεπτικά σε κλιμάκωση. Οι επιθετικοί δασμοί του Τραμπ διαλύουν αυτό το δίχτυ προστασίας, την ώρα που η επιθετικότητα προς τους Ευρωπαίους σπέρνει δυσπιστία στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Ο μελλοντικός καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, μίλησε ήδη για την ανάγκη να αναπτύξει η Ε.Ε. στρατηγική αυτονομία, αν όχι και την ανεξαρτησία της από τις ΗΠΑ.
Ο κόσμος του 21ου αιώνα θα είναι γεμάτος μεγάλες αναταραχές σε πολλά επίπεδα και πρέπει να προετοιμαστούμε σοβαρά γι’ αυτές. (Οχι, φυσικά, με την αστεία «εργαλειοθήκη επιβίωσης 72 ωρών» του ευρω-ιερατείου.)
Ο Ραφαέλ Ντεθκαγιάρ, πρέσβης της Ισπανίας στην Κίνα την κρίσιμη περίοδο 2018-2024 (περιλαμβάνει την πανδημία και τη δαιμονοποίηση των Κινέζων για τον κορονοϊό), περιέγραψε ως εξής, στην «El País», την καρδιά του προβλήματος: «Οι ΗΠΑ προσπαθούν να ανακόψουν την άνοδο της Κίνας και η Κίνα κάνει τα πάντα για να τις εμποδίσει να το πετύχουν. Η δομική αντιπαράθεση είναι αναπόφευκτη. Το θέμα είναι πώς αυτή θα εξελιχθεί σε διαφορετικά επίπεδα: Πολιτικά, στρατιωτικά, εμπορικά, οικονομικά, τεχνολογικά, ακόμη και ιδεολογικά». Η τελευταία παράμετρος έχει υποτιμηθεί, αλλά μπορεί να παίξει ρόλο.