Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Εκλογές
Δύο είναι τα βασικά σενάρια για το χρόνο διεξαγωγής των επόμενων βουλευτικών εκλογών. Η κυβέρνηση θα επιλέξει, πιθανότατα, μεταξύ φθινοπώρου 2018 και ταυτόχρονης διενέργειας των βουλευτικών με τις ευρωεκλογές, τον Μάιο του 2019.
Πολλά θα εξαρτηθούν από το χρονικό προσδιορισμό της εφαρμογής των νέων μέτρων μνημονιακού χαρακτήρα. Η επιστροφή στις αγορές και την κανονικότητα που διαφημίζει η κυβέρνηση δίνει την έμφαση στη γενική κατάσταση και στη βελτίωση της αξιοπιστίας της χώρας μετά τη στροφή 180 μοιρών του καλοκαιριού του 2015, αφήνει όμως στην άκρη την κανονικότητα των πολιτών, η οποία απομακρύνεται ολοένα περισσότερο.
Εκατομμύρια συμπολίτες μας βρίσκονται αντιμέτωποι με τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και των περιουσιακών τους στοιχείων, με πλειστηριασμούς ακινήτων ή το φόβο του μελλοντικού πλειστηριασμού, με προγραμματισμένη μείωση στην παλαιά κύρια σύνταξη, με την επίσης προγραμματισμένη μείωση του αφορολόγητου ορίου για το ετήσιο εισόδημα και φυσικά τη συνέχιση όλων των μνημονιακών μέτρων και την εφαρμογή νέων προαπαιτούμενων.
Ο κ. Τσίπρας προσπαθεί να αναβάλει για 6-9 μήνες την προγραμματισμένη για την Πρωτοχρονιά του 2019 μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων για να κερδίσει πολιτικό χρόνο. Επειδή είναι δύσκολο να ακυρώσει την υπογραφή που έβαλε έχει παρουσιάσει μία εναλλακτική πρόταση, να μειωθεί το αφορολόγητο όριο στο ετήσιο εισόδημα το 2019 αντί για το 2020 και να πάει η μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων από το 2019 στο 2020. Στο Μαξίμου εκτιμούν ότι αυτή η αλλαγή μπορεί να τους επιτρέψει να πλησιάσουν την εξάντληση της τετραετίας. Δεν έχουν όμως την πολυτέλεια να αφήσουν τις βουλευτικές εκλογές για μετά τις ευρωεκλογές, γιατί όλοι προβλέπουν ότι η ψήφος διαμαρτυρίας των ευρωεκλογών θα ρίξει πολύ χαμηλά τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και θα δημιουργήσει πολιτική δυναμική εις βάρος του. Γι’ αυτό θεωρούν, σε περίπτωση που φτάσουν μέχρι το 2019, αναγκαία την ταυτόχρονη διενέργεια των ευρωεκλογών και των βουλευτικών εκλογών.
Η κυβερνητική ηγεσία έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να καλύψει τη διαφορά από την πρώτη Ν.Δ., γι’ αυτό επεξεργάζεται σενάρια όσο το δυνατόν μεγαλύτερης φθοράς του αντιπάλου και δημιουργίας πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών ακυβερνησίας μετά την αναμενόμενη εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ το φθινόπωρο του 2018 ή την άνοιξη του 2019.
Στρατηγική έντασης
Ανεξάρτητα από το χρόνο διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών το Μαξίμου ξεδιπλώνει ήδη τη στρατηγική της έντασης στην οποία επενδύει. Ξεκίνησε με έναν αιφνιδιασμό στο «Μακεδονικό», ελπίζοντας ότι θα προκαλέσει διάσπαση ή εσωτερικά προβλήματα στη Ν.Δ. και πως με τις κινήσεις Τσίπρα-Κοτζιά εις βάρος των καλώς εννοούμενων εθνικών συμφερόντων, θα πρόσφερε πολιτικό έδαφος στη Χρυσή Αυγή και σε δυνάμεις της σκληρής Δεξιάς για να αναπτυχθούν εις βάρος της Ν.Δ. Στο «Μακεδονικό» η κυβέρνηση δεν τα πήγε καλά γιατί ο πρόεδρος της Ν.Δ., κ. Μητσοτάκης, έδειξε την αναγκαία ευελιξία και τα άλλα κορυφαία στελέχη στήριξαν την κομματική γραμμή. Επιπλέον, η κυβερνητική ηγεσία δεν εκτίμησε σωστά την πατριωτική αντίδραση του ελληνικού λαού. Στην αρχή θεώρησε ότι οι διαμαρτυρίες θα ήταν μικρής κλίμακας, στη συνέχεια προσπάθησε ανεπιτυχώς να χαρακτηρίσει όλους όσοι φέρνουν αντιρρήσεις στις επιλογές της ακροδεξιούς και πατριδοκάπηλους. Η δεσπόζουσα παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη στο συλλαλητήριο της Αθήνας, οι θέσεις του ΚΚΕ κατά του αλυτρωτισμού των Σκοπίων που καλύπτει η Αθήνα και η σκληρή καταγγελία της κυβερνητικής πολιτικής από αριστερούς, όπως η ευρωβουλευτής κ. Σακοράφα που εκλέχτηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ, απαξίωσαν πλήρως την κυβερνητική επιχειρηματολογία.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Το «Μακεδονικό» είναι μια αποτυχία για την κυβέρνηση σε ό,τι αφορά την εσωτερική πολιτική διαχείριση, ενώ παραμένει άγνωστο τι ακριβώς θα κάνουν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Κοτζιάς με το διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, κ. Νίμιτς, να υπογραμμίζει ότι δεν έχουν θέσει θέμα «μακεδονικής» εθνότητας και τον πρωθυπουργό της πΓΔΜ, κ. Ζάεφ, να επιμένει ότι δεν πρόκειται να αναθεωρήσει το αλυτρωτικό Σύνταγμα.
Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να προκαλέσει εσωτερικά προβλήματα στη Ν.Δ. και να χωρίσει τους Ελληνες σε «υπεύθυνους», που θα τους διαχειριστεί πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ, και «ακροδεξιούς, πατριδοκάπηλους», που θα τους διαχειριστούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, πάτησε το κουμπί για την κλιμάκωση της πόλωσης μέσω του σκανδάλου της Novartis.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η φαρμακευτική δαπάνη του Δημοσίου αυξήθηκε τη δεκαετία που προηγήθηκε της ένταξης της Ελλάδας σε πρόγραμμα-Μνημόνιο με ρυθμούς πολύ υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με αποτέλεσμα να προκύψει, σε βάθος χρόνου, μία πρόσθετη επιβάρυνση του Δημοσίου και του δημόσιου χρέους κατά ένα ποσό της τάξης των 20 δισ. ευρώ. Ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλες πολιτικές, συνδικαλιστικές δυνάμεις δεν έδωσαν στο παρελθόν καμία μάχη υπέρ της συγκράτησης της φαρμακευτικής δαπάνης του Δημοσίου, αντίθετα πλειοδοτούσαν στην αύξησή της προτείνοντας συγκεκριμένες πολιτικές, τη μία πιο χαλαρή από την άλλη.
Το στήσιμο της «κάθαρσης» στην υπόθεση Novartis είναι πολιτικά βρόμικο. Δεν έχει στόχο την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος αλλά τη δημιουργία κλίματος πόλωσης στο πλαίσιο της στρατηγικής της έντασης.
Από όσα έχουν γίνει γνωστά, οι λεγόμενοι προστατευόμενοι μάρτυρες δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην αμερικανική δικογραφία της Novartis αλλά έχουν επινοηθεί με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και τη συνεργασία συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών. Τ αποτέλεσμα είναι να προστατεύονται με ανωνυμία και ασυλία μάρτυρες των οποίων δεν κινδυνεύει η ζωή αλλά αποκτούν με τη μέθοδο αυτή το δικαίωμα να λένε ό,τι θέλουν και κυρίως να λένε αυτά που θέλει να πουν η κυβέρνηση. Την εικόνα συμπαιγνίας ενισχύει το γεγονός ότι η κυβέρνηση κάνει μεγάλη φασαρία για τις ενδεχόμενες ευθύνες αντίπαλων πολιτικών, δεν δείχνει όμως να έχει διάθεση να κινηθεί δικαστικά κατά της «αμαρτωλής» εταιρίας για να διεκδικήσει το Ελληνικό Δημόσιο αποζημιώσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ή και δισεκατομμυρίων. Σε απλά ελληνικά, ο κ. Τσίπρας προσπαθεί να πείσει ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι «τα πήρανε» από τη Novartis και αδιαφορεί πλήρως για την ελβετική πολυεθνική η οποία «τα έδωσε» με στόχο να προκαλέσει ζημιά δισεκατομμυρίων στο Ελληνικό Δημόσιο και στους Ελληνες φορολογουμένους.
Προκύπτει, έτσι, ένα είδος συμπαιγνίας μεταξύ της Novartis, στελέχη της οποίας μπορούν να λένε ό,τι θέλουν εις βάρος συγκεκριμένων προσώπων ικανοποιώντας τις επικοινωνιακές και πολιτικές ανάγκες της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, κ. Τσίπρα, ο οποίος ουσιαστικά καλύπτει τις ανήθικες και παράνομες πρακτικές της εταιρίας και δεν κινείται για να διασφαλίσει τα οικονομικά συμφέροντα του Δημοσίου.
Η υπόθεση της Novartis είναι πιθανόν να έχει και αυτή την τύχη του «Μακεδονικού» σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών χειρισμών στο πεδίο της πολιτικής. Δείχνει όμως την κακή πολιτική διάθεση και τον αρνητικό εκλογικό σχεδιασμό της κυβέρνησης Τσίπρα. Και για όσους είχαν κάποιες τελευταίες απορίες αυτές λύθηκαν με τη νέα άδεια που δόθηκε στο «πιστόλι» της 17Ν Κουφοντίνα. Το μήνυμα είναι σαφές, η κυβέρνηση θα κάνει όσο μεγαλύτερη ζημιά μπορεί στο πολιτικό και το κοινωνικό κλίμα, στην πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές.
* Ο Γιώργος Κύρτσος είναι ευρωβουλευτής της ΝΔ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]