Λίγες ημέρες πριν το κρίσιμο δημοψήφισμα του Brexit, είχα μία όμορφη επανένωση με τους συγγενείς μου από την Αγγλία. Βέροι Άγγλοι, μεγαλωμένοι στα νότια της Αγγλίας, είναι αυτό που θα έβλεπε κανείς και θα έλεγε «περήφανος Βρετανός». Δηλαδή αρκετά υπερφίαλοι για τη χώρα τους και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις κρίσεις, αλλά με τρόπο τόσο κομψό που δεν σου έδιναν το περιθώριο να καβγαδίσεις. Αυτός είναι ο μέσος Άγγλος. Όταν στην κουβέντα ήρθε το δημοψήφισμα, η απάντηση ενός θείου μου ήταν: «Γιατί να θέλει ένας Βρετανός να μείνει;».
Γράφει ο Κώστας Χρήστου
Μπορώ ήδη να φανταστώ τους οικονομικούς και πολιτικούς αναλυτές να βγάζουν καπνούς διαβάζοντας την φράση που ξεστόμισε ο 68χρονος συνταξιούχος, προβάλλοντας μάλιστα και τρανταχτά επιχειρήματα για την κοινή οικονομική πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουν τα κράτη, την ευρωπαϊκή διπλωματία που πρέπει να μείνει ζωντανή με στόχο την ανάπτυξη και την πάταξη της τρομοκρατίας από την Ανατολή και πολλά άλλα που συνηθίζουμε να ακούμε στα παράθυρα των ειδησεογραφικών εκπομπών. Και πολλά από αυτά, είναι και σωστά. Αυτό που αδυνατεί να καταλάβει -όχι ο μέσος Έλληνας, αλλά ο μέσος πολίτης- είναι το πώς σκέφτεται ένας μέσος Βρετανός και πώς διαχειρίζεται τις κρίσεις.
Σε αντίθεση με τους Γερμανούς και τους Ολλανδούς, οι οποίοι δεν μπορούν να φανταστούν έναν άλλο μαθηματικό δρόμο στην εξίσωση του «1+1=2», οι Άγγλοι βάζουν στις πράξεις τους έναν ακόμη παράγοντα: το που ανήκουν και αν αυτό στο οποίο ανήκουν δουλεύει σωστά. Είναι κάτι που το παρατηρεί κανείς στον καθημερινό τρόπο ζωής τους. Στέκονται στις ουρές, όχι επειδή τους το επιβάλλει η κυβέρνησή τους αλλά επειδή ξέρουν πως αυτό το σύστημα δουλεύει.
Εν αντιθέσει με τον πιστό Γερμανό πολίτη πού δεν θα φέρει την παραμικρή αντίρρηση στην έννοια Κράτος, ο Άγγλος διαθέτει και την αντίληψη. Την αντίληψη που του λέει ότι «ο λόγος για τον οποίο επιλέγω τα βουτυρωμένα μπισκότα από τη Σκωτία για το τσάι μου, δεν είναι επειδή μου τα επιβάλλουν τα ράφια των σούπερ-μάρκετ. Είναι επειδή πράγματι είναι ό,τι καλύτερο για να το συνοδέψω». Αυτοί είναι οι Άγγλοι. Πρακτικοί άνθρωποι που ψάχνουν την καλύτερη δυνατή εξίσωση για να λύσουν όλα τους τα προβλήματα. Μέσα σε όλα τα άλλα που έχουν ακουστεί για το Brexit, υπάρχει και μία αλήθεια που κανείς δεν υπολογίζει. Ή μάλλον δεν θέλει να υπολογίσει. Ότι ένα μεγάλο ποσοστό Άγγλων, δεν θέλει πλέον να είναι κομμάτι της συγκεκριμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν τους αρέσει που δεν υπάρχει έλεγχος στο μεταναστευτικό. Δεν τους αρέσει που τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί όσο ποτέ άλλοτε. Δεν τους αρέσει που σχεδόν κάθε συνεδρίαση στο Ευρωκοινοβούλιο αφορά την Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία. Δεν τους αρέσει καν, να βλέπουν τον Νάιτζελ Φάρατζ να χάνει τον χρόνο με το να κάνει επίθεση σε όποιον ευρωβουλευτή βρει στο διάβα του. Απλά δεν τους αρέσει. Δεν αντιστοιχεί στον ήρεμο, κομψό και, μερικές φορές σνομπ, τρόπο ζωής τους.
Είναι κομμάτι μίας τεράστιας αναμπουμπούλας που δεν δείχνει να έχει τελειωμό, με έναν Ντέιβιντ Κάμερον που παίζει περισσότερο τον ρόλο του διαπραγματευτή, παρά ενός βασιλιά Ριχάρδου Γ’ που έφτασε μέχρι την Ιερουσαλήμ και τσάκισε μέχρι και τον ίδιο τον Σαλαντίν στις μάχες της Τρίτης Σταυροφορίας. Πολύ περισσότερο, δεν τους αρέσει που οι Γερμανοί -οι «εχθροί» τους από την εποχή που ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα ίδρυσε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία- βρίσκονται στο «τιμόνι» των πραγμάτων. Αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ένα μεγάλος πονοκέφαλος για εκείνους.
Με κράτη που δανείζονται συνεχώς, με σπόντες πολιτικών μέσα και έξω από τα έδρανα και με μία ακροδεξιά να ανεβαίνει σε κάθε χώρα της Ευρώπης κάνοντας το μέλλον για τα παιδιά τους δυσοίωνο. Αυτή την Ευρώπη λοιπόν, οι Άγγλοι δεν την θέλουν πια. Τους κούρασε. Τους απογοήτευσε. Δεν έχει να κάνει ούτε με «άπλυτους που στηρίζουν το Brexit», ούτε με «συντηρητικούς που θέλουν να συνεχιστούν οι πολιτικές λιτότητας». Ο μέσος Άγγλος σκέφτεται πρακτικά και απλά θέλει να φύγει από αυτή την οχλαγωγία, αυτό το κουραστικό πάρτι, όπου τα μπισκότα βουτύρου τελείωσαν, το τσάι κρύωσε και που οι Σκωτσέζικη παρέα τους αρχίζει να ξαναμιλάει για ανεξαρτησία. Μην το κοιτάτε αν το σκέφτονται σωστά ή όχι. Μην λέτε «δεν έχουν καταλάβει τι τους περιμένει». Δεν είναι αυτό το θέμα του συγκεκριμένου άρθρου. Αν με ρωτήσει κανείς τι πιστεύω, θα του πω ότι κακώς έγινε το Brexit και η ζημιά που θα γίνει στις αγορές θα είναι ανεπανόρθωτη. Τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα. Αλλά εδώ δεν συζητάμε αυτό. Συζητάμε τον παράγοντα «ψυχολογία» και πως αυτός παίζει ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Είναι το «κόλλημα» στους συλλογισμούς του μέσου Βρετανού. Όπως όλοι έχουμε τα κολλήματα μας άλλωστε.
Μέσα σε μία Ευρώπη που βλέπει την Αγγλία να μαζεύει τα καράβια της πίσω στον Τάμεση και περιμένει να δει πόσο πάτο μπορούν να φτάσουν οι αγορές, κρατάω την τελευταία κουβέντα του θείου Πίτερ. Μία κουβέντα που σε κάνει να καταλαβαίνεις τους Άγγλους καλύτερα και που σου δείχνει τον διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης των κρίσεων τους.
«Όταν κάτι χαλάει, ο Βρετανός το πετάει. Δεν προσπαθεί να το επισκευάσει με σελοτέιπ».