Ο λόγος για τον ασκό, «bag-in-box» όπως είναι ο διεθνής όρος, και μάλιστα τις περισσότερες φορές δεν αναγράφεται καν στους τιμοκαταλόγους η περιοχή προέλευσης, αλλά και η επωνυμία του παραγωγού, όπως προβλέπει η σχετική αγορανομική διάταξη.
«Αυτό νοείται πλέον ως χύμα κρασί. Δεν υπάρχουν βαρέλια πια. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν αναφέρεται πουθενά τι κρασί είναι αυτό, από πού προέρχεται δημιουργεί δικαιολογημένα αμφιβολίες για την ποιότητά του», αναφέρει εκπρόσωπος του αμπελοοινικού τομέα στον «Ε.Τ.».
Η ίδια πηγή αναφέρει ότι ναι μεν είναι φθηνότερο από το εμφιαλωμένο, ωστόσο οι εστιάτορες έχουν τεράστιο κέρδος και γι’ αυτό και το προωθούν. Αγοράζουν δηλαδή τον 20λιτρο ασκό στα 12 ευρώ, δηλαδή 0,60 ευρώ το λίτρο και το χρεώνουν 6 ευρώ το μισόκιλο ή 12 ευρώ το ένα κιλό.
Την ίδια ώρα, ένα επώνυμο εμφιαλωμένο κρασί, παρά τις ανατιμήσεις των τελευταίων χρονών, μπορεί να ξεκινά από τα 14-15 ευρώ η φιάλη (750 ml) και μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 25-30 ευρώ.
Ωστόσο, λόγω της ακρίβειας το χύμα κρασί εξακολουθεί να κρατά τα ηνία στην αγορά της εστίασης με μερίδιο 65% έναντι 35% του επώνυμου οίνου. «Ο κόσμος προτιμά το χύμα, γιατί είναι πιο φθηνό και η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί. Βέβαια, αν και ποιοτικώς παραμένουν χαμηλότερα από τα επώνυμα, έχουν βελτιωθεί αρκετά», σημειώνει στέλεχος της αγοράς.
Οπως εξηγούν στον «Ε.Τ.» οινοποιοί που παράγουν τόσο εμφιαλωμένο όσο και σε ασκό κρασί, η ποιότητά τους δε συγκρίνεται. Από τη μια, στο εμφιαλωμένο μπαίνει ο καλός μούστος, ενώ το χύμα παράγεται από τον λιγότερο ποιοτικό μούστο, πράγμα που σημαίνει ότι θα περιέχει και μεγαλύτερες ποσότητες σε θειώδη, χρωστικές ουσίες και τεχνητά αρώματα. Ωστόσο, υπογραμμίζουν ότι το μεγάλο πρόβλημα στην εστίαση παραμένει η άγνωστη προέλευσηήτου, καθώς οι καταναλωτές στις ταβέρνες δεν γνωρίζουν την ταυτότητα του κρασιού, καθώς το μόνο που αναγράφεται στους καταλόγους είναι αν πρόκειται για λευκό, κόκκινο ή ροζέ.
Ανησυχία στον κλάδο, πάντως, προκαλεί και η εκρηκτική αύξηση των εισαγωγών χύμα κρασιού κατά 40% το 2024 από άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Βουλγαρία, καθώς οι χονδρικές τιμές τους είναι 0,10-0,15 ευρώ χαμηλότερες από το ελληνικό, ενώ στην περίπτωση της Βουλγαρίας η τιμή είναι κατά 0,25 ευρώ το λίτρο χαμηλότερη.
«Εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής που καταγράφηκε τόσο το 2023 όσο και το 2024, πέρυσι οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 40%. Ερχονται βυτία με κρασί από άλλες χώρες, το παίρνουν οι οινοποιοί και είτε το εμφιαλώνουν είτε το βάζουν σε ασκό. Αυτό βέβαια δεν είναι παράνομο. Το θέμα είναι αν στις συσκευασίες αναγράφεται η χώρα προέλευσης ή υπάρχουν φαινόμενα ελληνοποιήσεων. Αυτό κανείς δεν το ξέρει», επισημαίνει στον «Ε.Τ.» εκπρόσωπος του αμπελοοινικού κλάδου.
ΞΗΡΑΣΙΑ-ΠΕΡΟΝΟΣΠΟΡΟΣ
Μείωση 40% στην παραγωγή
Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ενωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), η εγχώρια παραγωγή την περίοδο 2024-2025 παραμένει σημαντικά μειωμένη στο 1,43 εκατ. χιλιόλιτρα σε σχέση με το 2022 που ήταν στα 2,13 εκατ., αλλά αυξημένος κατά περίπου 4% σε σχέση με την περίοδο 2023-2024 που υποχώρησε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα στο 1,38 εκατ. χιλιόλιτρα.
«Από το 2022 η παραγωγή έχει μειωθεί κατά περίπου 40% λόγω της ξηρασίας, αλλά και του περονόσπορου που έπληξε την παραγωγή κυρίως στη Θεσσαλία το 2023. Σε κάποιες περιοχές, δε, όπως η Αττική και οι Κυκλάδες, και λίγο λιγότερο η Κρήτη, οι αποδόσεις επηρεάστηκαν σημαντικά. Για παράδειγμα, στους αμπελώνες της Αττικής οι αποδόσεις μειώθηκαν από τα 500 κιλά το στρέμμα στα 200 κιλά», επισημαίνει στον «Ε.Τ.» ο γενικός διευθυντής της ΚΕΟΣΟΕ, Παρασκευάς Κορδοπάτης.
Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές παραγωγού από τα 0,40 στα 0,45 ευρώ στην Αττική και στα 0,50-0,55 ευρώ στην Αχαΐα. «Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, ο ελληνικός αμπελώνας παράγει ποσότητες που δεν επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς και δυσχεραίνουν τη λειτουργία των οινοποιείων, με άμεσο αποτέλεσμα και την άνοδο των τιμών των οίνων στο χονδρεμπόριο στην ενδιάμεση αγορά, χωρίς όμως αντίστοιχη άνοδο των τιμών στη σταφυλική παραγωγή», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΚΕΟΣΟΕ.
Σε ό,τι αφορά στη λιανική αγορά, ο κ. Κορδοπάτης υπογραμμίζει ότι η τιμή τους έχει αυξηθεί κατά περίπου 20% με τα χαμηλότερης ποιότητας κρασιά, τα λεγόμενα φθηνά, από τα 4-5,5 ευρώ στα 5-7 ευρώ η φιάλη, τα ενδιάμεσα από τα 12 ευρώ έφτασαν τα 15 και τα καλά, ακριβά κρασιά πωλούνται από 20 έως 25 ευρώ η φιάλη.
Πάντως, για τη νέα αμπελοοινική περίοδο οι συνθήκες εκτιμάται ότι θα είναι ηπιότερες, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής και προμηνύει σταθεροποίηση και ίσως και αποκλιμάκωση των τιμών.