Γράφει ο Σωτήρης Μητραλέξης*
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η έλλειψη επαφής του ελλαδικού αντικληρικαλιστικού λόγου με τα πραγματολογικά δεδομένα—νομικά, οικονομικά, περιουσιακά, οτιδήποτε. Οπότε, όταν έρθει η ώρα να «μετρηθεί» η αντικληρικαλιστική πολιτική θέση ως προς την εφαρμοσιμότητά της και την επαφή της με την πραγματικότητα, αυτή καταρρέει στις αντιφάσεις της—και, ελλείψει κάποιου μετριοπαθέστερου Plan B, έχοντας αδειάσει αφήνει την αποκλειστικότητα του πεδίου συζήτησης και του δημόσιου λόγου στην υποστήριξη του status quo από τους ανθιστάμενους στους αντικληρικαλιστές. Όταν η «αντίθεση» αποδεικνύεται προβληματική, αυτό που τελικά δικαιώνεται είναι η «θέση»…
Το θέμα των σχέσεων εκκλησίας-κράτους στην Ελλάδα και το ενδεχόμενο χωρισμού τους αποτελεί ένα ζήτημα στο οποίο περισσεύουν οι φωνές και η πλειοδοσία σε υπερβολές, όχι όμως και τα στοιχεία, η επίγνωση και εποπτεία της κατάστασης της κατάστασης. Συστηματικά εγείρεται από ό,τι για την οικονομία της συζήτησης ονομάζουμε αντικληρικαλιστικό μπλοκ ένας λόγος, ο οποίος:
Πρώτον, θεωρεί αυτονόητο πως στην Ελλάδα υπάρχει μία σκανδαλώδης σχέση εκκλησίας-κράτους, με ακόμα σκανδαλωδέστερα προνόμια, τα οποία η εκκλησία λαμβάνει από το κράτος αφ’ ενός χωρίς ανταπόκριση και αφ’ ετέρου χωρίς καμία σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Δεύτερον, θεωρεί πως η μισθοδοσία του κλήρου από το κράτος είναι απλώς και μόνον ένα μονομερές δώρο, το οποίο παρέχει το κράτος στην εκκλησία είτε ούτως ώστε να την έχει ως ιδεολογικό σύμμαχο είτε λόγω της ψηφοφορικής δυνάμεως που αυτή διαθέτει. Αυτό το «δώρο» δωρεάν δόθηκε, δωρεάν μπορεί και να ανακληθεί, όπως θεωρούν αυτονόητο.
Τρίτον, θεωρεί πως αυτή τη στιγμή «η εκκλησία» (υπονοείται ένας ανύπαρκτος κεντρικός φορέας χωρίς κανένα αυτοδιοίκητο και ανεξαρτησία για κανένα συνιστών μέρος του) διαθέτει μία κεντρικά ελέγξιμη ή ελεγχόμενη ουρανομήκη, κτηνώδη, απερινόητη περιουσία, η οποία είτε ήδη γίνεται είτε δύναται να γίνει αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης με ασύλληπτα κέρδη.
Τέταρτον, θεωρεί πως η εκκλησία απολαμβάνει φορολογική ασυλία. Δηλαδή είτε πως δεν φορολογείται επαρκώς είτε, όπως οι πραγματικά αφελέστεροι τον αντικληρικαλιστών πιστεύουν, ότι δεν φορολογείται καθόλου!
(Όποιος ενδιαφέρεται για τα πραγματικά στοιχεία, μπορεί να δει αυτό, αυτό, αυτό, και αυτό, ενώ ετοιμάζεται μελέτη για το ζήτημα της μισθοδοσίας.)
Εδώ έχουν σημασία και τα εξής: αφ’ ενός η πεποίθηση πως η εκκλησία είναι ένας ενιαίος οργανισμός και θεσμός με ενιαία την οικονομική, αλλά ακόμα και νομική, διαχείριση της, καθώς και το ότι η περιουσία της είναι κάτι το οποίο το κράτος μπορεί να ρυθμίσει κατά το δοκούν, χωρίς η εκκλησία, δηλαδή τα περίπου 6700 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, να κατοχυρώνεται από το καθεστώς κατοχυρώσεως του δικαιώματος στην περιουσία το οποίο αφορά όλα τα νομικά και φυσικά πρόσωπα στην Ελλάδα αλλά και, εν τέλει, οπουδήποτε.
Ταξιδευτής και επιστροφεύς*
Το πρόβλημα με όλα αυτά τα επιχειρήματα και όλες αυτές τις θέσεις είναι ότι πως τυγχάνουν απολύτως λανθασμένες, μη ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα. «Απολύτως» εδώ δεν σημαίνει πως τους λείπουν κάποιες καίριες πληροφορίες ή λεπτομέρειες νομικών και οικονομικών στοιχείων. «Απολύτως» σημαίνει πως δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα!
Αυτό, βέβαια, τελικά είναι ένα πρόβλημα που λειτουργεί ως μπούμερανγκ. Διότι όταν έρθει η ώρα μιας όχι πλέον απλώς ρητορικής και δημοσιογραφικής σύγκρουσης αντικληρικαλιστών και status quo, αλλά μιας δημόσιας συζήτησης που σχετίζεται με ένα πρακτικό πολιτικό διά ταύτα, τότε το έωλο των ισχυρισμών του αντικληρικαλιστικού μπλοκ σημαίνει και την ήττα του, την νίκη του status quo, αφ’ ης στιγμής τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών θα μετρηθούν όχι ως προς το πάθος τους, αλλά αφ’ ενός ως προς την ορθότητα τους και αφ’ ετέρου ως προς την εφαρμοσιμότητα των λύσεων που προτείνουν.
Για παράδειγμα, ας ρίξουμε μια ματιά στην πιο πρόσφατη από τις αφορμές αυτού του σημειώματος, το άρθρο του κ. Προδρόμου Νικολαΐδη, πολιτικού επιστήμονος–επικοινωνιολόγου, με τον εύγλωττο τίτλο Κάποιος επιτέλους να βάλει την Εκκλησία στη θέση της, γεμάτο με πυροτεχνήματα τύπου ‘Η Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργεί σαν Ανώνυμη Εταιρία’.
Σταχυολογώ: ο πολιτικός επιστήμων–επικοινωνιολόγος προβαίνει στον ισχυρισμό ότι ‘Σήμερα, η συνολική εκκλησιαστική περιουσία ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό του 1,3 εκατομμυρίου στρεμμάτων, για τα οποία προφανώς δε φορολογείται.’ Πρώτα απ’ όλα, μόνο το κεντρικό ΝΠΔΔ της Εκκλησίας πλήρωσε πέρυσι 3.436.438 ευρώ φόρους, εκ των οποίων για πληρωμή του ΕΝΦΙΑ 2.756.992,39 ευρώ—μιλάμε μόνο για ένα από τα περίπου 6700 ΝΠΔΔ της Εκκλησίας, ενώ μόνον ο συνολικός ΕΝΦΙΑ όλων των εκκλ. νομικών προσώπων εκτιμάται υπερβαίνων τα 10.000.000 Ευρώ. Όμως, ο πολιτικός επιστήμων–επικοινωνιολόγος μας ενημερώνει πως για την εκκλησιαστική περιουσία η Εκκλησία ‘προφανώς δε φορολογείται’. Τί σημασία έχουν τα στοιχεία, όταν υπάρχει το συναίσθημα;
Πέρυσι το κεντρικό ΝΠΔΔ της Εκκλησίας είχε ζημία/χρέος περίπου 2.000.000 Ευρώ (ΔΙΣ 2015). Όποιος θεωρεί ότι αυτό δεν μετακυλίεται στο φιλανθρωπικό έργο, είναι αφελής. Αλλά δε βαριέσαι; Αφού έχουν μίτρες με κλωστή χρυσωπού χρώματος, άρα έχουν λεφτά…
(Πέραν τούτου, εμφανίζεται ένας αριθμός, 1,3 εκ. στρέμματα. Τί είναι αυτό; Άθροισμα όλων των εκτάσεων όλων των εκκλ. ΝΠΔΔ; Που ανήκουν ακόμα στα εκκλ. ΝΠΔΔ; Εν τοις πράγμασι ή μόνο στα χαρτιά; Συμπεριλαμβάνονται άραγε στον αριθμό εκτάσεις που έχουν de facto, αν όχι και de jure, παραχωρηθεί στο Δημόσιο; Είναι όλες οι εκτάσεις εκμεταλλεύσιμες, ή μήπως πολλές έχουν καταστεί νομικά μη αξιοποιήσιμες με οποιονδήποτε τρόπο, απλά ονόματα σε χαρτιά; Και λοιπά, και λοιπά. Πετάμε αριθμούς στον γάμο του καραγκιόζη, και ό,τι γίνει.).
Πιο κάτω μας λέει ότι ‘τόσο η δευτεροβάθμια όσο και η Τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθοδηγούμενες από τα προστάγματα της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχουν μείνει εξαιρετικά πίσω και αρκούνται στη θρησκευτική προπαγάνδα υπέρ της ορθοδοξίας’ . Με ποιόν τρόπο η τριτοβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή τα Πανεπιστήμια, «αρκούνται στη θρησκευτική προπαγάνδα υπέρ της ορθοδοξίας»;!;!; [Αν ο πολιτικός επιστήμων–επικοινωνιολόγος αναφέρεται στις δύο ομολογιακές θεολογικές σχολές, τέτοιες υπάρχουν σε κάθε χώρα της Ευρώπης, χώρια που στην Ελλάδα τις ίδρυσε το κράτος σε σύγκρουση με την Εκκλησία (αφού ελέγχονταν και ελέγχονται από εκείνο)].
Ο αρθρογράφος αποφαίνεται: ‘Η Εκκλησία μάλιστα, αναλογουμένης της τεράστιας περιουσίας της, κάνει πολύ λιγότερα από όσα θα έπρεπε να κάνει.’ Ποιά και πού είναι αυτή η περιουσία, η οποία βέβαια (α) να μην έχει εκχωρηθεί ήδη στο κράτος ή στους πολίτες, όπως έχει συμβεί με το 96% της εκκλ. περιουσίας από ιδρύσεως του ελλ. κράτους, (β) να μην χρησιμοποιείται ήδη ως δημόσιος χώρος/περιουσία καίτοι στα χαρτιά προσμετράται ακόμα ως εκκλησιαστική (νοσοκομεία, σχολεία, πλατείες κλπ), (γ) να μην εμποδίζει το κράτος συνειδητά και συστηματικά την δυνατότητα εκμετάλλευσής της και (δ) να μην ανήκει σε κάποιο από τα περίπου 6700 μη-κεντρικά εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ (ενορία τάδε που έχει ένα διαμέρισμα, με τα έσοδα του ενοικίου του οποίου πληρώνει το 1/3 του μηνιαίου ρεύματος του ναού, μονή δείνα που έχει δυο χωράφια και είναι το μόνο οικονομικό εισόδημά της, κλπ.) ή σε νομικά πρόσωπα που «η Εκκλησία» (δηλαδή η Αρχιεπισκοπή Αθηνών) δεν ελέγχει και δεν θα μπορούσε να ελέγξει με κανέναν νομικό, πολιτικό, οικονομικό ή εκκλησιαστικό τρόπο, όπως π.χ. τα χιλιετή μοναστήρια του Αγίου Όρους που έχουν το αυτοδιοίκητο και τέλος πάντων δεν ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος επ’ ουδενί τρόπω.
‘Η Κυβέρνηση […] οφείλει να μετατρέψει το μάθημα των θρησκευτικών σε θρησκειολογία, όχι του χρόνου και αν, αλλά χθες’ Αμιγές μάθημα ‘θρησκειολογίας’ δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη, ενώ το νέο μάθημα, για το οποίο και ο καυγάς, είναι σαφώς ομολογιακό, όχι θρησκειολογικό. Άμα (άμα!) γνωρίζουμε το περιεχόμενο των λέξεων, τί ακριβώς προτείνεται εδώ και δη ως αυτονόητο, και με ποιά σοβαρότητα ή έλλειψη αυτής;
Ο κ. Νικολαΐδης γράφει, προς επίρρωσιν της στάσης του, πως «είναι συνειδητοποιημένα Χριστιανός Ορθόδοξος» (sic), δεν είναι όμως εξ ίσου συνειδητοποιημένος (δεν δείχνει την ίδια ευαισθησία) όσον αφορά στα πραγματολογικά στοιχεία—αυτό που εν συνόψει ονομάζουμε «πραγματικότητα». Βλέπουμε, λοιπόν, πως ένας-ένας οι ισχυρισμοί βασίζονται σε σκανδαλώδη άγνοια της κατάστασης, κάτι το σύνηθες σε άρθρα αυτού του κλίματος. Όσο τα άρθρα υφίστανται για να εξάπτουν τα πάθη και τα πλήθη, αυτό δεν βγαίνει στην επιφάνεια και απλώς «δημιουργείται κλίμα». Όταν όμως έρθει η ώρα να εφαρμοστούν, εμφανίζεται το αδιέξοδο: ότι όλα αυτά που λέγαμε ήταν αυτοσχεδιασμοί.
Ένα παράδειγμα που φέρνω συχνά είναι ο ισχυρισμός του κατέχοντος τότε υπουργική θέση Τάσου Κουράκη στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», ότι στην Γερμανία μόνον οι πιστοί χρηματοδοτούν μέσω εκκλησιαστικού φόρου την εκκλησία τους και έτσι οι θρησκευτικές κοινότητες χρηματοδοτούνται μόνον από τους πιστούς και οχι από οποιονδήποτε φορολογούμενο, δηλαδή επί παραδείγματι τους αθέους ή τους ανήκοντες σε διαφορετική θρησκεία. Η πραγματικότητα βέβαια διαφέρει από αυτήν που ακούσαμε εξ υπουργικών χειλέων: ναι μεν υπάρχει ένας τέτοιος εκκλησιαστικός φόρος στη Γερμανία (Kirchensteuer), όμως αυτός είναι μόνο μία από τις παροχές που λαμβάνει η εκκλησία (στην συγκεκριμένη περίπτωση, η ρωμαιοκαθολική και ευαγγελική εκκλησία) από το κράτος, αφού τεράστια ποσά δίνονται με διάφορες αφορμές και για διάφορους λόγους στις εκκλησίες από τον κεντρικό κορβανά όλων των φορολογουμένων, και όχι μόνο των θρησκευόμενων—μόνο το κεντρικό ομοσπονδιακό κράτος της Γερμανίας δίνει περίπου πεντακόσια εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο στους ρωμαιοκαθολικούς και στους ευαγγελικούς, χώρια όλα τα υπόλοιπα.
Και εκεί, βέβαια, αυτό λαμβάνει χώρα εν πολλοίς λόγω παρελθουσών απαλλοτριώσεων και γενικότερων υποχρεώσεων του κράτους προς την εκάστοτε εκκλησία και όχι, βέβαια, ως ένα δώρο κράτους προς την εκκλησία… Οπότε, όλοι οι φορολογούμενοι πληρώνουν, απλώς πέραν αυτών των παροχών υφίσταται και μια παραπάνω φορολογική παροχή μόνον από τους πιστούς.
Το ζήτημα εδώ είναι πως μόλις μελετηθεί εγγύτερα το επιχείρημα ενός Τάσου Κουράκη, ενός υπουργού, μιας κυβέρνησης, ότι δήθεν στη Γερμανία μόνο οι πιστοί πληρώνουν τη θρησκευτική τους κοινότητα και όχι ο άσχετος με αυτήν φορολογούμενος, άρα μπορούμε να το πράξουμε και εδώ, το επιχείρημα καταρρέει και η ίδια η θέση, η οποία συνιστά εν ταυτώ και αντιπρόταση, καταρρέει μαζί του. Προσέρχονται λοιπόν οι αντικληρικαλιστές στον δημόσιο λόγο πάνοπλοι με σωρεία επιχειρημάτων, που όταν έρθει η ώρα να μετρηθούν αποδεικνύονται όχι λειψά, αλλά εντελώς ανυπόστατα—μισές αλήθειες, δηλαδή ολόκληρα ψεύδη.
Το μόνο αποτέλεσμα που έχει κάτι τέτοιο είναι ότι η συζήτηση που προσπαθούν να ανοίξουν δεν γίνεται να προχωρήσει, πόσω δε μάλλον να τελεσφορήσει. Ο μόνος που ζημιώνεται είναι τα προτάγματα του αντικληρικαλιστικού μπλοκ. Το ίδιο συμβαίνει και όταν μια πολιτική ομάδα που εμφορείται από τέτοιες αντιλήψεις καταλαμβάνει την εξουσία. Με εντελώς αφελή σχήματα στις αποσκευές της, άσχετα με την πραγματικότητα, διαπιστώνει την πολυπλοκότητα αυτής και υπαναχωρεί πλήρως, μη έχοντας κάποιο πιο μετριοπαθές plan B. Τα μαξιμαλιστικά προτάγματα καταλήγουν να σημαίνουν στην πράξη την εξάλειψη κάθε πιθανού προτάγματος.
Ας μη θεωρήσει ο αναγνώστης πως η κυβέρνηση ΣυΡιζΑ (δεν) κάνει ό,τι (δεν) κάνει στις σχέσεις εκκλησίας-κράτους είτε λόγω της συμμαχίας της με τους ΑΝΕΛ είτε λόγω του φόβου των ψήφων.
Εντελώς απλά, οι άνθρωποι είχαν ένα σχήμα στο μυαλό τους, το οποίο αποδεικνύεται σιγά-σιγά ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όσοι έχουν ευήκοα ώτα για το τι συμβαίνει πίσω από τις κουρτίνες, θα έχουν σίγουρα διαπιστώσει τη βολιδοσκόπηση που επιχειρεί κατά καιρούς ο Αλέξης Τσίπρας για το ζήτημα της μισθοδοσίας του κλήρου, η οποία κάθε φορά προσκρούει όλο και βιαιότερα στην πολυπλοκότητα της οικονομικής και νομικής πραγματικότητας.
Έτσι, ο ισχυρότερος υπερασπιστής του status quo των σχέσων εκκλησίας-κράτους στο δημόσιο λόγο δεν είναι η διοικούσα εκκλησία, ούτε οι θρήσκοι, ούτε καν οι θεολόγοι ή οι ειδικοί επί των ζητημάτων. Αλλά το αντικληρικαλιστικό μπλοκ, το οποίο ηγεμονεύοντας στον δημόσιο λόγο με μαξιμαλιστικά επιχειρήματα και αιτούμενα καταλήγει, όταν έρθει η ώρα να μετρηθούμε, αρκούντως άδειο.
«Όλα αυτά ισχύουν για τον μαξιμαλιστικό, φωνακλάδικο αντικληρικαλισμό. Τί γίνεται με τις φωνές μεταρρύθμισης, οι οποίες λαμβάνουν υπ’ όψη τους τα στοιχεία και την πραγματικότητα;» Ως ξεχωριστή «φυλή» στον δημόσιο λόγο και τις διεκδικήσεις του, δηλαδή όχι απλώς ως μεμονωμένα πρόσωπα, απλώς δεν υφίστανται! Ο λόγος είναι μάλλον προφανής: ο αντικληρικαλισμός είναι ένας φαντασιώδης αγώνας χειραφέτησης και αντίστασης βασισμένος στην αφήγηση μιας παντοδύναμης, σκοταδιστικής, σκανδαλωδώς προνομοιούχου ορθόδοξης Εκκλησίας. Εάν αυτή τελικά τυγχάνει δυνατή, αλλά όχι παντοδύναμη, συντηρητική, αλλά όχι σκοταδιστική, με ιδιαίτερη σχέση συνεργασίας, αλλά όχι σκανδαλωδώς προνομιούχος, τότε η όλη ιστορία χάνει το ενδιαφέρον της. Ο καημός είναι το μετάλλιο του αγωνιστή και το μεγαλείο της αντίστασης, οπότε αν αυτό εκλείπει ή εάν η ενασχόληση προϋποθέτει μελέτη και κάματο, πάμε γι’ άλλα…
Κάθε φορά που ακούγεται η κραυγή «Γίναμε Ιράν, είμαστε Τεχεράνη!», το status quo μπορεί να κοιμάται ήσυχο ότι κανείς δεν θα το προκαλέσει σε σοβαρή, άρα και επικίνδυνη, μονομαχία.
Εν κατακλείδι: αν ο Πειραιώς Σεραφείμ, ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος και ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος είχαν χιούμορ, θα εθέσπιζαν ένα ετήσιο βραβείο για τον πιο φωνακλά αντικληρικαλιστή της χρονιάς. Αυτός είναι, άλλωστε, που τελικά και στην πράξη—δηλαδή, εκεί που μετράει— προωθεί μεθοδικά την ατζέντα τους…
* Ο Σωτήρης Μητραλέξης είναι επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πόλεως, Κωνσταντινούπολη, και ερευνητικός εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Winchester. Έχει επιμεληθεί το μελέτημα για τις σχέσεις εκκλησίας κράτους «Απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος: οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους και η μελλοντική μετεξέλιξή τους» (Αθήνα: Manifesto 2015), δημοσίευσε συγκριτική μελέτη για τα θρησκευτικά στην Ευρώπη και ετοιμάζει εκτενή μελέτη για τη μισθοδοσία του κλήρου στην Ελλάδα.