Μεταλλικά και ξύλινα εργαλεία, επιγραφές και εμβληματικές ετικέτες του ιστορικού brand name «Τατόι», που κάποτε συνόδευαν τα αγροκτηνοτροφικά προϊόντα του κτήματος αναβιώνουν όχι μόνο για να αφηγηθούν την κυκλική παραγωγή και την πολυδιάστατη λειτουργία ενός πρότυπου αγροκτηνοτροφικού συστήματος εκείνης της εποχής, αλλά και θα επαναχρησιμοποιηθούν, στο πλαίσιο των νέων χρήσεων εστίασης και φιλοξενίας.
Η έκθεση της αγροκτηνοτροφικής παραγωγής θα περιλαμβάνει στοιχεία και αντικείμενα που αναδεικνύουν τη συγκροτημένη προσπάθεια συστηματικής διαχείρισης που υλοποιήθηκε στο κτήμα κατά τη δεκαετία του ’50, αντικαθιστώντας το Παλιό Βουστάσιο, επειδή δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης αγροτικής παραγωγής εκείνη την περίοδο. Η ανέγερσή του Νέου Βουστασίου ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1950 και περίπου δύο χρόνια μετά ξεκίνησε τη λειτουργία του. Το Νέο Βουστάσιο αποτελεί σημαντικό μεταπολεμικό κτίριο και ως πιθανός δημιουργός του αναφέρεται ο αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Γκίνης. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για την εποχή του, σε μια περίοδο που η διεύθυνση του κτήματος στηριζόταν πολύ στην ανάπτυξη της γαλακτοκομίας, προκειμένου να αναπληρώσει μέρος της υστέρησης των εσόδων, λόγω της καταστροφής του δάσους το 1945.
Στο ίδιο κτίριο του Νέου Βουστασίου προβλέπεται να στεγαστεί -όπως έχει ανακοινωθεί από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ- και η έκθεση των βασιλικών αυτοκινήτων, που έχουν κηρυχθεί μνημεία. Στα μεταλλικά αντικείμενα περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων φάτνες, πινακίδες με τα ονόματα των ζώων, στοιχεία παροχής νερού του παλαιότερου συστήματος ποτίσματος, σιλό για την επεξεργασία, ανάμιξη και διανομή των ζωοτροφών. Στα αγροτικά εργαλεία θα συναντάμε δικριάνια, δρεπάνι, τσουγκράνα, κόσκινο, δοχεία γάλακτος. Τα ξύλινα στοιχεία αφορούν σε εργαλεία και μηχανήματα αγροτικής παραγωγής, που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό των χώρων του Νέου Βουστασίου και σε μία ξύλινη πινακίδα του κτήματος Τατοΐου. Στα μηχανήματα και στον εξοπλισμό που αφορούν στην παραγωγική διαδικασία της οινοποιίας περιλαμβάνονται ανάμεσα σε άλλα μια χειροκίνητη συσκευή σφραγίσματος φιαλών, στροφιλιά-χειροκίνητο πιεστήριο οινοποιίας, οινοθήκη και δρύινα βαρέλια. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του ΥΠΠΟ, τόσο τα μεταλλικά όσο και τα ξύλινα στοιχεία των εργαλείων και μηχανημάτων βρίσκονται σε κακή κατάσταση, κυρίως εξαιτίας της μακροχρόνιας αποθήκευσής τους σε ακατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες.
Σημειώνουμε ότι το κτίριο του Νέου Βουστασίου που μετατρέπεται σε διθεματικό μουσείο για να στεγάσει τις μόνιμες εκθέσεις για την Αγροκτηνοτροφική Παραγωγή του κτήματος και τα Βασιλικά Αυτοκίνητα είναι διώροφο και έχει συνολική επιφάνεια περίπου 1.500 τ.μ. και διαμορφώνεται σε σχήμα «Π».
ΛΙΝΑ ΜΕΝΔΩΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟ 2025 Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
«Η μετατροπή του Νέου Βουστασίου σε μουσείο αποτελεί μέρος του υπό εξέλιξη προγράμματος του υπουργείου Πολιτισμού για τη μουσειακή ανάδειξη επιλεγμένων ιστορικών κτιρίων στο π. βασιλικό κτήμα, με τεκμήρια που έχουν εντοπιστεί, διασωθεί και συντηρηθεί στους χώρους του Τατοΐου. Το έργο της αποκατάστασης του κτιρίου και της επανάχρησής του συνεχίζεται με ταχείς ρυθμούς», υπογράμμισε η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, και σημείωσε ότι το έργο χρηματοδοτείται από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και «εξελίσσεται εντός του εγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος με ορίζοντα ολοκλήρωσης εντός του 2025».
Οπως εξήγησε η υπουργός, η συντήρηση που αφορά στα μεταλλικά και ξύλινα αντικείμενα της αγροτικής παραγωγής, αλλά και στοιχεία του μηχανολογικού εξοπλισμού του Νέου Βουστασίου που χρησιμοποιούνταν για την αγροκτηνοτροφική δραστηριότητα του κτήματος εξασφάλιζαν «αυτάρκεια στους ιδιοκτήτες του», ενώ συγχρόνως και «την ποσότητα που παρήγετο η οποία επέτρεπε την κυκλοφορία των προϊόντων εντός και εκτός Ελλάδος», χαρακτηριστικά παραδείγματα το γάλα και το βούτυρο Τατοΐου, αλλά και οι ποικιλίες των κρασιών από τους βασιλικούς αμπελώνες. Σύμφωνα με την κ. Μενδώνη, «το υπουργείο Πολιτισμού έχει κατοχυρώσει τις ονομασίες και τις ετικέτες των προϊόντων του κτήματος, προκειμένου να τις επαναχρησιμοποιήσει, στο πλαίσιο των νέων χρήσεων εστίασης και φιλοξενίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη μελέτη βιωσιμότητας».