Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Ο δόκτορας και το παρελθόν
Γράφει η Αννα Κοντονή
Το ανοιξιάτικο σούρουπο συνήθως γλυκαίνει τους ανθρώπους, όμως το γεροντάκι ειδικά απόψε ήταν θυμωμένο και στην πλατεία ακούστηκαν δυνατά τα λόγια του:
«Η σύγχρονη Αθήνα, ένα χωριό που έγινε πρωτεύουσα! Υπάρχει γιατί υπήρχε κάποτε και έπρεπε να ικανοποιηθεί το φαντασιακό! Επρεπε να επινοηθεί μία πρωτεύουσα, όχι να κατασκευασθεί. Και σήμερα ζει από αυτό το «κάποτε», την αρχαιοελληνική ουτοπία. Γι΄ αυτό έρχονται οι τουρίστες! Τι νομίζετε, υπάρχει κανένας άλλος λόγος;»
«Και τι πειράζει, τουρίστες να έχουμε, να μπαίνει χρήμα στο ταμείο!» ακούστηκε κάποιος να απαντά στο γεροντάκι και να σκάει στα γέλια.
«Μα τι λέει ο γέρος… ουτοπία… τι είναι πάλι τούτο;» μονολόγησε ένας άλλος.
«Αχ, δεν καταλαβαίνετε, δεν καταλαβαίνετε….», μονολόγησε με τη σειρά του το γεροντάκι.
Το γεροντάκι θα έφθανε τα ογδόντα χρόνια, ήταν ψηλός, αδύνατος, στητός, τα χρόνια δεν είχαν διαγράψει καμία κύρτωση στη σπονδυλική του στήλη. Σαν περπατούσε ήταν λες και διέσχιζε ένα παγοδρόμιο, έδινε την εντύπωση αέρινου ανθρώπου. Το βλέμμα του συνήθως απλανές, όπως ενός στοχαστή του χάους. Υπήρχαν όμως και οι στιγμές που έβγαιναν σπινθήρες άλλοτε χαράς κι άλλοτε πόνου. Το προσωνύμιό του ήταν δόκτορας γιατί ήξερε τα πάντα. Ηξερε τι πρέπει να κάνεις όταν χαλάει η βρύση, ήξερε πώς λειτουργεί η μαγνητική και η γυροσκοπική πυξίδα, ήξερε για τη φωτοσύνθεση, αλλά και πώς πρέπει να φυτεύεις τις ντομάτες και πώς να περιποιείσαι τις μηλιές, ήξερε για την πυρηνική σύντηξη, τα φωτόνια και τα νετρίνα, αλλά και πώς να αρμέγεις και να φτιάχνεις τυρί, ήξερε για τη διαλεκτική, αλλά και πώς λειτουργούν οι αισθήσεις στη σκέψη, ήξερε για τον έρωτα και το θάνατο. Ας μη θεωρήσει ο αναγνώστης ότι ο δόκτορας ήταν από αυτούς τους γραφικούς Ελληνες που συχνάζουν στα καφενεία και τις πλατείες κάνοντας τους ξερόλες. Ο δόκτορας ήταν ταπεινός και σπανίως μίλαγε. Κυρίως ατένιζε το άγνωστο και μιλούσε όταν τον ρωτούσαν. Οι περισσότεροι που τον γνώριζαν χρόνια τον σέβονταν, αυτοί που δεν τον γνώριζαν είτε απορούσαν είτε χασκογελούσαν κάνοντας τη χαρακτηριστική περιστροφική κίνηση με το δάκτυλο, για να δηλώσουν την απουσία λογικής. Τέτοιοι ήταν αυτοί οι δύο που τον άκουσαν να μιλά για τη σύγχρονη Αθήνα. Μα ένας λαχειοπώλης, άνθρωπος που μοιράζει τύχη και παλιός γνώριμος του δόκτορα, κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό θα έχει να πει ο φίλος του και τον ρώτησε:
«Τι εννοείς όταν λες ότι η πόλη μας ζει από το χθες; Να μη σεβόμαστε την κληρονομιά μας; Κάτι άλλο θέλεις να μας πεις».
«Ασφαλώς», απάντησε ο δόκτορας, «το πρόβλημα δεν είναι το παρελθόν, το αντίθετο, αυτό είναι αξεπέραστης αισθητικής και κανείς δεν είναι δυνατόν να το νικήσει. Ομως, στο σήμερα τι κάνουμε; Καθόμαστε με χάσκοντες εγκεφάλους σαν τις πύλες της αβύσσου και μαϊμουδίζουμε χωρίς να δημιουργούμε. Γιατί; Γιατί οι περισσότεροι σήμερα δεν θέλουν να βλέπουν ωραία χρώματα, ούτε να ακούν ωραίους ήχους. Θέλουν να είναι δυστυχισμένοι. Είναι αυτοί που συνέχεια βιάζονται. Βιάζονται να προλάβουν να τελειώσουν τις δουλειές τους χωρίς να ξεφεύγουν από το χρονοδιάγραμμα που έχουν βάλει, είναι αυτοί που όλοι τούς θεωρούν συνεπείς και επιτυχημένους γιατί έχουν πάντα αποτέλεσμα σε ό,τι κάνουν, είναι αυτοί όμως που δεν προλαβαίνουν να μυρίσουν το γιασεμί την άνοιξη, που δεν έχουν ούτε χρόνο ούτε υπομονή, να ακούσουν τη νύχτα τον βιολιστή, να διαβάσουν ένα ποίημα και δεν μπορούν να δακρύσουν ή να νιώσουν ευφορία μπροστά σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Και δεν μπορούν να χαρούν ή να δακρύσουν γιατί δεν αναστοχάζονται, ούτε καν στοχάζονται και το μόνο που κάνουν είναι να αγωνιούν για τον επόμενο στόχο σε αυτό το άθλιο πανηγύρι της ζωής τους».
«Αυτά που μας λες», πρόσθεσε ο λαχειοπώλης, «είναι σωστά, αλλά δεν συμπεριφέρονται έτσι μόνο οι κάτοικοι αυτής της πόλης. Σχεδόν όλος ο πλανήτης τα ίδια κάνει».
«Ναι, πράγματι ο πλανήτης Γαία δεν στοχάζεται, αλλά μόνο εδώ υπήρχε αυτό το παρελθόν», ανταπάντησε ο δόκτορας. «Γι’ αυτό, λοιπόν, έχουμε χρέος να το κατανοήσουμε, αλλά εμείς προτιμήσαμε να γίνουμε εμπορικοί του αντιπρόσωποι και με πονηριές να χτίζουμε το σήμερα και το αύριο. Τουλάχιστον να το κατανοήσουμε…».
«Εγώ μορφωμένος δεν είμαι», είπε ο λαχειοπώλης, «πες μας λοιπόν τι πρέπει να κάνουμε για να κατανοήσουμε, όπως λες, αυτό το παρελθόν;»
Ο δόκτορας ανακάθισε, ίσιωσε το κορμί του, κοίταξε τον ουρανό και μετά τη γη, σαν να έλεγε με τα μάτια του «όπως πάνω έτσι και κάτω», πήρε ένα αυγό, το τύλιξε προσεκτικά σε μία πετσέτα για να μη σπάσει, το φύλαξε στην τσέπη του σακακιού του στο ύψος της καρδιάς και είπε:
«Πρώτα πρώτα δεν πρέπει να υπάρχει φόβος. Ο φόβος διασπά, δεν ενώνει. Και το ζητούμενο για να κατανοήσουμε είναι να θέλουμε να ενωθούμε με αυτό που δεν είμαστε. Τα αντίθετα να μη τα φοβόμαστε. Στη συνέχεια να βάλουμε τον εαυτό μας και τον μικρόκοσμό του στην πλάση, τότε οι στόχοι και τα χρονοδιαγράμματα θα φαντάζουν σαν κουκκίδες ασημαντότητας ενώπιον του άφατου. Επίσης, να εγκαταλείψουμε την πλάνη της σταθερότητας λες και είναι η ζωή τσιμεντένιο κτίριο, η ζωή είναι ροή και σαν τέτοια περνά από το φως στο σκοτάδι και το αντίστροφο».
Το κουδούνι χτύπαγε σαν τρελό. Μια φωνή ακούστηκε να λέει:
«Γρήγορα, να μπούμε από το διπλανό διαμέρισμα, είναι ανοιχτή η μπαλκονόπορτα».
Μια γυναίκα μπήκε στο διαμέρισμα της οδού Χαριλάου Τρικούπη, πλησίασε στον καναπέ, άπλωσε το χέρι της και ξέπνοα είπε:
«Πατέρα, είσαι καλά; Μια ώρα χτυπάω το κουδούνι. Πίστεψα ότι κάτι έπαθες…».
Το γεροντάκι χασμουρήθηκε και χαμογελώντας στην κόρη του είπε:
«Καλά είμαι! Μην ανησυχείς, με πήρε λίγο ο ύπνος. Τι να κάνω κι εγώ… Από τότε που έχασα τη μάνα σου βρίσκω καταφύγιο στα όνειρα!».
Την Παρασκευή διήγημα από τον Μάρκο Κρητικό.