Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Μπροστά στην κάρα του Ζάππα
Χτύπησα τη μεγάλη πόρτα και κανείς δε βγήκε μέσα από το Ζάππειο, για να μου ανοίξει. Τι ζητάς εδώ τώρα τη νύχτα εσύ τέτοια ώρα, άκουσα μια φωνή σαν να έβγαινε μακριά από τον κάτω κόσμο και έψαχνα γυρίζοντας το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, να δω πούθε έρχεται. Πουθενά άνθρωπος τριγύρω μου. Εδώ είμαι, είπε η φωνή σαν να έβγαινε από τον ανδριάντα, κι ακούμπησε το χέρι στην πλάτη μου σαν να ’μασταν γνωστοί από χρόνια. Τι ζητάς εδώ τέτοια ώρα, μου είπε σαν οικείος που νοιαζόταν για μένα, κι ήθελε να με βοηθήσει.
Εγώ ήρθα να γνωρίσω από κοντά την Αθήνα, του ’πα, γιατί από τα βιβλία ξέρω πολλά, ξεκινώντας από την Αγορά με τους μεγάλους σοφούς, τα στέκια του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και του Σωκράτη, που αντάλλαζαν απόψεις και σοφίες, μέχρι τον Παρθενώνα που λαμποκοπούν κι αστράφτουν στον ήλιο τα λαξεμένα μάρμαρα της ελληνικής μεγαλοφυΐας. Μπορείς να μου πεις, τον ρώτησα, ποιος είσαι εσύ εδώ μπροστά στο Ζάππειο και πώς βρέθηκες και μιλάς τέτοια ώρα; Καλά, εγώ είμαι πάντοτε εδώ, αλλά εσύ τι ζητάς απόψε μπροστά στο Μέγαρό μου τέτοια ώρα, μου φάνηκε ότι είπε χαμηλόφωνα τις λέξεις Μέγαρό μου. Στύλωσα τ’ αυτί μου και αμέσως γύρισα τα μάτια ψηλά αριστερά από τη μεγάλη πύλη κι είδα στο σεληνόφωτο κάτι κεφαλαία μεγάλα γράμματα και διάβασα: ΕΔΩ ΚΕΙΤΑΙ Η ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΗ ΖΑΠΠΑ.
Α, φώναξα από αμηχανία, τι κάνεις εδώ, κυρ-Βαγγέλη μου, καλά τον Αλή καλά έκαμες και τον εγκατέλειψες, αλλά πώς άφησες και τους συμπολεμιστές, τους Σουλιώτες; Υστερα εγώ ξέρω ότι είσαι θαμμένος στη γενέτειρά σου. Ναι, μου είπε, αληθεύει, τον Αλή τον εγκατέλειψα, τους Σουλιώτες όχι. Πολεμήσαμε μαζί, κερδίσαμε την επανάσταση και μετά ο καθένας το δρόμο του. Επίσης αληθεύει ότι το σώμα μου, δηλαδή τα κόκαλά μου, όπως άφησα γραμμένο στη διαθήκη πάνε στη γενέτειρά μου, αλλά κάτι με πονάει μέσα μου και δεν ξέρω πού βρίσκονται, έμαθα από ένα πουλάκι από τα πολλά που έρχονται εδώ έξω και ξενυχτούνε στα δέντρα ότι άνοιξαν τον τάφο μου οι κόκκινοι κι εξαφάνισαν τα κόκαλα οι αχάριστοι, τα πέταξαν στο ποτάμι και δεν βρίσκονται πουθενά κι ας έκαμα και για εκείνον τον κόσμο τόσες ευεργεσίες.
Τουλάχιστον εφαρμόστηκε σωστά η διαθήκη και το κεφάλι μου είναι εδώ εντοιχισμένο στη λάρνακα οστεοθήκη. Αυτό ήθελα και τίποτε άλλο, ούτε τιμές κι ούτε ανδριάντες, άλλωστε δεν με ρώτησαν και μου σκάλισαν και τέτοιους. Ε, τότε, του είπα, τα άλλα τα ξέρω από τα βιβλία, μπορείς να μου πεις καλύτερα τα δικά σου και την προσφορά σου στην Αθήνα, αν κι αυτά τα έχω ξεφυλλίσει. Τι να σου πω, είπε. Πολέμησα και με τον Αλή και μαζί με τους Σουλιώτες και με τη νίκη δεν παραδέχτηκα τιμές και λεφτά από τη φτωχή πατρίδα μας, κι αποφάσισα και έφυγα μακριά και έβαλα μπροστά το μυαλό μου και δούλεψε και πλούτυνα στο Βουκουρέστι. Εκαμα έντιμες περιουσίες μαζί με τον ξάδερφό μου τον Κωνσταντίνο, τόσο αφοσιωμένοι οι δυο μας που μείναμε και ανύπαντροι. Τι θα την κάναμε τόση περιουσία; Ποιος θα την κληρονομούσε; Πού θα την αφήναμε; Κι έκαμα τη διαθήκη μου και την άφησα στην Ελλάδα μας, μετρώντας τον οβολό μας έναν προς ένα για να μεταχειριστεί για το καλό της ξακουστής Αθήνας μας. Βλέπεις απέναντι το Καλλιμάρμαρο Στάδιο; Αφού ήταν σε ελεεινή κατάσταση, ερείπιο, εγώ δαπάνησα καλή κι αρχή τη μαρμάρωση και απέναντι έχτισα τη γέφυρα του Ιλισού, καθώς καθιέρωσα τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες για τη δόξα της Ελλάδας, που είχαν ξεχαστεί από χρόνια.
Τι να σου πω άλλο, βρε ταξιδιώτη της νύχτας, που βρέθηκες νοερά στην πόρτα μου, απόψε και μιλώ μαζί σου εγώ τώρα, μια κάρα του Βαγγέλη Ζάππα μαρμαρωμένη; Τι θέλεις να μάθεις άλλο για την Αθήνα; Ορίστε, πάρε τα κλειδιά από την τσέπη του ανδριάντα μου κι έμπα να δεις τι γίνεται μέσα. Ολοι οι Ελληνες κι όλη η Ευρώπη, όταν θέλουν ν’ αποφασίσουν για κάτι πολύ σημαντικό, εδώ έρχονται και συγκεντρώνονται. Ο,τι άλλο θέλεις να μάθεις από μένα για την Αθήνα, εκτός από τούτα τα δικά μου, πες μου να σε ξεναγήσω. Ξέχασε το σώμα, μπορεί να σε ξεναγήσει το εντοιχισμένο κεφάλι μου. Τι άλλο να άφηνες, συντοπίτη μου κυρ-Βαγγέλη στην Αθήνα, καλύτερο από το Μέγαρο με το επώνυμό σου; Οταν πήγαιναν το ακέφαλο σώμα μου, ακούω να λέει, στη γενέτειρά μου, στο Λάμποβο του Ζάππα, στο χωριό που κι αυτό πήρε το επώνυμό μου, από τη στιγμή που βγήκε το καράβι στους Αγίους Σαράντα, ώσπου φτάσαμε, είχαν βγει στο δρόμο όλα τα χωριά να ξεπροβοδίσουν τα κόκαλά μου στην τελευταία κατοικία. Στον Αυχένα της Μουζίνας είδα αραδιασμένους δεξιά κι αριστερά του δρόμου και τους προγόνους σου από τη Λεσινίτσα μ’ έναν παπά μπροστά, που ράντισε με βασιλικό τη λάρνακα με τα κόκαλά μου. Τα οστά, του είπα, κι αν τα ξέθαψαν και τα πέταξαν, πάλι στη γενέτειρά σου είναι σπαρμένα. Ομως, έκαμες καλά που άφησες διαθήκη να μείνει εδώ το κεφάλι σου.
Ασφαλώς, αυτό θα γινότανε, στην Αθήνα που άφησα τις περιουσίες μου, θ’ άφηνα να εντοιχίσουν στην πύλη του Μεγάρου μου το κεφάλι μου, ακούς συντοπίτη μου, ξανάπε, χαϊδεύοντας με το μαρμάρινο χέρι του ανδριάντα τα ατίθασα μαλλιά μου, που δεν τα στρώσανε ούτε οι πιο άγριοι βοριάδες, ακούς ή δεν ακούς, ξανάπε, ότι κι εμείς οι Ηπειρώτες αφήσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε στην Αθήνα, εδώ έμεινε και το κεφάλι μας, ξανάκουσα να λέει και να αχολογεί όλο το Ζάππειο, ονειρικά στο κεφάλι μου.
Την κάρα σου, από εκτίμηση, έπρεπε να τη λιτανεύουν στην Αθήνα του ’πα από ευγνωμοσύνη, ξημερώνοντας. Οχι, μου φάνηκε πως είπε ο ανδριάντας σκύβοντας ακέριος σαν να έπεφτε πάνω στην κάρα του, φτάνει εδώ στοιχειωμένος. Τι έκανα εγώ για να λιτανεύουνε την κάρα μου; Ούτε άγιος είμαι, ούτε θαύματα έκαμα, άνθρωπος είμαι κι έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου να καλλωπίσω την Αθήνα. Ενα αναστηλωμένο Καλλιμάρμαρο, μια γέφυρα, η ανανέωση των Ολυμπιακών Αγώνων και το Μέγαρό μου δεν με αγιοποιούν και με τίποτε δεν με κάνουν άγιο.
Αθήνα, Ιούλης 2024