Τα κύματα έσκαγαν στην αμμώδη ακτή των «Μαγαζιών» διαδοχικά το ένα ύστερα από το άλλο. Μεγάλα και θορυβώδη, αποτελούσαν ένα από τα χαρακτηριστικάγνωρίσματα της Σκύρου,που εντυπωσίαζαν, μπορεί και να τρόμαζαν, όσους πατούσαν το πόδι τους στο νησί για πρώτη φορά.
Ωστόσο οι επισκέπτες που κατέφταναν με αποστολή να κολυμπήσουν, μόλις τα αντίκρiζαν δίσταζαν και κάθονταν να το σκεφτούν. Οι περισσότεροι έκαναν να φύγουν, ρωτούσαν για άλλες παραλίες περισσότερο υπήνεμες. Αυτή στεκόταν σοφράνο, κόντρα γέφυρα στα μελτέμια του Αυγούστου.
Και η θάλασσα, όσο έβλεπε πως οι άνθρωποι κιότευαν μπροστά της, τόσο θέριευε φωνάζοντας δυνατά το όνομά της σε κάθε σκάσιμο στην ακτή «αλς, αλς, αλς…».
Παρότι ήμουν μόλις επτά, ίσως οκτώ, χρονών, ένιωθα πως γνώριζα καλά την παραλία. Ο πατέρας μου, με μητρική καταγωγή από το νησί, με μετέφερε από νεογέννητο ακόμα.
Το σπίτι που μέναμε βρισκόταν πάνω στην ακτή, δεν απείχε ούτε είκοσι μέτρα από τη θάλασσα. Η μπροστινή αυλή του απλωνόταν πάνω στην παραλία, ενώ γύρω από αυτό δεν φύτρωνε τίποτα παρά μόνο λευκά κρίνα! Ξεπρόβαλαν παράξενα μέσα από την καυτή άμμο σε πείσμα της άγριας φύσης που δεν επέτρεπε άλλου είδους βλάστηση. Κάποια μόνο αλμυρίκια εμφανίζονταν σποραδικά κατά μήκος της ακτής, φτωχά όμως, χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη, προσφέροντας ελάχιστη σκιά.
Για αυτό και ο θείος μου στην αμμώδη αυλή του είχε φυτέψει μια κρεβατίνα που απλωνόταν πάνω από ένα ξύλινο μακρόστενο τραπέζι. Το κλήμα απλωνόταν πάνω σε μεγάλα δοκάρια δημιουργώντας με τα φύλλα του ένα σκιερό στρώμα προστασίας.
Οι μεγάλοι κάθονταν στη σκιά της γύρω από το τραπέζι,συζητώντας, πίνοντας καφέ, έχοντας την προσοχή τους συνάμα πάνω στα παιδιά που έπαιζαν πιο κάτω στην ακτή. Τα ξαδέλφια μου μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, όπως οι περισσότεροι ντόπιοι, διατηρούσαν μια άλλη σχέση με τη θάλασσα. Την έβλεπαν μόνο βιοποριστικά και ποτέ ως παιχνίδι ή διασκέδαση.
Σκληροί άνθρωποι που η φύση του νησιού τους είχε σμιλέψει για να αντέχουν στις ιδιαίτερες συνθήκες. Για μένα όμως θάλασσα σήμαινε καλοκαίρι, βουτιές, ξενοιασιά, παιχνίδια στην παραλία. Και καθώς δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν στα «Μαγαζιά» με τα τεράστια κύματα, έκανα και εκείνη την ημέρα να μπω. Υπήρχε άλλωστε τεχνική εισόδου, αρκεί να μετρούσες το χρόνο που μεσολαβούσε από το ένα κύμα στο άλλο. Και εκεί που βρισκόμουν στο μέτρημα, πριν από το μεγάλο τόλμημα, ακούω πίσω μου μια φωνή, μάλλον γνώριμη, να μου φωνάζει «τι κάνεις εκεί, παλιόπαιδο, θα πνιγείς!».
Γύρισα και αντίκρισα έναν ηλικιωμένο άνδρα, γύρω στα εβδομήντα του χρόνια, με λευκό πουκάμισο, μπεζ παντελόνι που το συγκρατούσαν δύο τιράντες και ένα ψάθινο καπελάκι στο κεφάλι. Στο χέρι του κρατούσε ένα μεγάλο κομπολόι. Η προσεγμένη του εμφάνιση βρισκόταν σε αντίθεση με τους ψαράδες της Σκύρου, που συνήθιζαν να περπατάνε ξυπόλυτοι, ή με τους κτηνοτρόφους που φορούσαν τα τροχάδια.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Ηταν ο ηθοποιός Ορέστης Μακρής, που συνήθιζε να περνά τα καλοκαίρια του Σκύρο, νοικιάζοντας δωμάτιο κοντά στο σπίτι όπου μέναμε εμείς. Αμέσως ξέχασα και τα κύματα και την προσπάθεια να μπω στη θάλασσα και έτρεξα γρήγορα στο τραπέζι της αυλής, για να ειδοποιήσω τους γονείς μου για την αναπάντεχη συνάντηση. Σχεδόν λαχανιασμένος, χωρίς να πάρω ανάσα, άρχισα να λέω «είδα τον μεθυσμένο του κινηματογράφου, αλήθεια σας λέω, τον είδα! Εκείνον που πουλά τσιγάρα για να ζήσει…».
Ποιος άραγε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 δεν είχε ταυτίσει τον Ορέστη Μακρή με το ρόλο του μεθυσμένου; Κάπως έτσι ξεκίνησε η γνωριμία ενός ατίθασου αγοριού με τον σοβαρό και πειθαρχημένο οικογενειάρχη, που στην αληθινή ζωή του δεν έβαζε κρασί ούτε για τη γεύση στο στόμα του.
Κι όμως, αυτός ο τόσο σοβαρός και μετρημένος άνθρωπος καθιερώθηκε στο ρόλο του «μεθύστακα» από την ομότιτλη ταινία του 1950 που είχε κάνει μάλιστα και ρεκόρ εισπράξεων στους κινηματογραφικές αίθουσες. Εκτοτε οι παραγωγοί τού ζητούσαν να υποδυθεί αυτόν και μόνο το ρόλο! Και τελικώς καθιερώθηκε στη μνήμη του κόσμου ως «μεθύστακας», παρά το γεγονός ότι είχε συμμετάσχει σε ακόμα τριάντα οκτώ ταινίες.
Αυτά όλα εγώ τότε δεν τα γνώριζα και πειραγμένος θα έλεγα από τις φωνές που μου είχε βάλει, πήγαινα έξω από το σπίτι του ως αντίποινα και φώναζα «τσιγάρα, πάρτε, κόσμε, τσιγάρα, καλέ, κύριε, πάρε μερικά τσιγάρα για να ζήσω…». Δεν χρειαζόταν να περάσουν παρά μόνο ελάχιστα λεπτά και τότε ο Ορέστης Μακρής εμφανιζόταν αγριεμένος στη βεράντα κουνώντας το χέρι του και φωνάζοντας «βρε ουστ από εκεί, παλιόπαιδο, θα μου πεις εμένα… τσιγάρα για να ζήσεις…».
Αν και αυτή η παράξενη σχέση είχε ξεκινήσει από μια παρατήρηση, ο προσιτός του χαρακτήρας, η αγάπη του στα παιδιά, η καλοσύνη του δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε η συνάντησή μας να γίνεται καθημερινά, εκείνου από τη βεράντα και εμένα από την παραλία. Μόλις με αντίκριζε, μου κουνούσε το χέρι για να με χαιρετήσει, ενώ όταν πλησίαζα ανταλλάσσαμε μερικά μόνο λόγια, όσο μας επέτρεπαν τα εξήντα και βάλε χρόνια που μας χώριζαν. «Ποιανού είσαι εσύ;… Πού είναι οι γονείς σου… Πού πας τώρα…»ή οι ευγενικές του προσφορές για σταφύλια, σύκα ή μαστίχα υποβρύχιο σε κρύο νερό αποτελούσαν τα στοιχεία της επικοινωνίας μας. Με τον Ορέστη Μακρή συνεχίσαμε αυτού του είδους την επικοινωνία τα καλοκαίρια στο νησί και τα επόμενα χρόνια.
Γεννημένος στη Χαλκίδα, επέλεγε τη Σκύρο για τις θερινές διακοπές του, καθώς έτσι ένιωθε ότι παρέμενε σε ευβοιώτικη γη. Ο πατέρας του ήταν νηματουργός στο επάγγελμα, παρέμεινε στη Χαλκίδα, αλλά έστειλε τον Ορέστη, μικρό παιδί, να μείνει σε συγγενείς του στην Αθήνα.
Ομως κάθε καλοκαίρι που συναντιόμασταν, η ραστώνη των αυγουστιάτικων ημερών, μα κύρια η αίσθηση που με διακατείχε ως παιδί πως τα πάντα ήταν έτσι καμωμένα και τίποτε δεν άλλαζε με είχαν κάνει να πιστέψω πως η ζωή έχει μια σταθερή πορεία, με χαρακτηριστικά που διατηρούνται πάντα αναλλοίωτα.
Οταν όμως τα χρόνια περάσουν και τα γεγονότα θα διαδεχτούν το ένα το άλλο, όμοια με τα κύματα της Σκύρου, αναζητάς και προσφεύγεις στη γλυκιά ανάμνηση του παρελθόντος, σαν την κρεβατίνα, τα αλμυρίκια και τα λευκά κρίνα της αμμώδους παραλίας. Και η θύμηση από την εικόνα του Ορέστη Μακρή, των παιδικών μου εκείνων καλοκαιριών, στάθηκε σαν το λευκό κρίνο της παραλίας. Αμόλυντη, καθαρή, ανόθευτη.
Tου Στέφανου Μίλεση
Ειδήσεις σήμερα
Νέα Φιλαδέλφεια: Ψάχνουν το βίντεο με τη φονική μαχαιριά
Κυνηγετική περίοδος: Πιο νωρίς το κυνήγι του αγριογούρουνου – Τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται
Κορονοϊός: Ηπια συμπτώματα για την ώρα από τη μετάλλαξη «Eris»