Η ιδέα να τις περάσουμε σε μια ερημική ακρογιαλιά ήταν του Αλέκου, του φίλου μας απ’ τη γειτονιά που δεν ήταν συμμαθητής μας στο Λύκειο, όπως εγώ με τον Μίλτο.
Δεχτήκαμε με ενθουσιασμό την πρότασή του να περάσουμε μια βδομάδα στη «γαλάζια λίμνη», όπως οι συνομήλικοί μας στην ταινία που είχαμε δει και οι τρεις μαζί τον περασμένο χειμώνα, έστω και αν δεν είχαμε κορίτσι μαζί μας Μετά από λίγη σκέψη, όμως, ρωτήσαμε τον Αλέκο:
-Και τι θα τρώμε μια βδομάδα εκεί στην ερημιά;
-Αυτό να μη σας απασχολεί, μας απάντησε. Θα τρώμε τα ψάρια που θα ψαρεύω με το ψαροντούφεκο.
Μας έπεισε, γιατί ξέραμε πως είναι φοβερός ψαροντουφεκάς. Οτι ψάρευε με τον πατέρα του και προμήθευαν με ροφούς και συναγρίδες τις ψαροταβέρνες του Βαθιού.
Στις καθημερινές εξορμήσεις, μάλιστα, με το καΐκι τους σε όλες τις παραλίες της Σάμου, ψάχνοντας για ψαρότοπους, είχαν εντοπίσει, όπως μας είπε, την έρημη ακρογιαλιά, χωρίς πρόσβαση απ’ τη στεριά, που θα μπορούσαμε να πάμε.
Τέλος, μας είπε πως μπορούσε να μας αφήσει εκεί ο πατέρας του με το καΐκι τους και να έρχεται κάθε τόσο τις επόμενες ημέρες να βλέπει πώς τα πάμε.
Ηταν αργά το απόγευμα όταν αποβιβαστήκαμε στο μικρό μόλο που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της μικρής παραλίας, που περιστοιχιζόταν από απότομο γκρεμό. Σε ένα πλάτωμα πάνω απ’ το μόλο βρισκόταν ένα ψαράδικο καλύβι που στην αυλή του, όπως μας είπε ο πατέρας του Αλέκου, υπήρχε πηγάδι με πόσιμο νερό για να πίνουμε και να ξεπλενόμαστε μετά από κάθε μπάνιο μας στη θάλασσα. Οταν έφυγε το καΐκι, πήραμε τα μπαγκάζια μας, τα σακίδια που είχαμε τον «βασικό εξοπλισμό υπαίθριας διαβίωσης», όπως τον ονόμασε ο πατέρας μου, που τον ετοίμασαν οι μανάδες μας, στον οποίο περιλαμβάνονταν: πετσέτες, δύο αλλαξιές εσώρουχα, από ένα πιάτο, μαχαίρι και πιρούνι, από ένα κύπελο για τον καθένα, ένας φακός, το τρανζιστοράκι μου, κι ένα πλαστικό σέικερ για να φτιάχνουμε το φραπέ μας. Μας είχαν βάλει ακόμη «συμπληρωματικά τρόφιμα», όπως παξιμάδια, ντομάτες και αγγούρια, λεμόνια, αλάτι, καφέ και ζάχαρη.
Εκτός από τα βαρυφορτωμένα σακίδια, πήραμε το σάκο με τη σκηνή iglou, που μας είχε παραχωρήσει ο πατέρας μου, τα σλίπινγκ μπαγκ, την κιθάρα του Μίλτου, και βέβαια τη μάσκα και το ψαροντούφεκο του Αλέκου.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Τα μεταφέραμε μέχρι τη μέση της παραλίας, λίγο έξω από την αμμουδιά, αλλά μακριά απ’ τον γκρεμό -για να μη μας πλακώσουν τα βράχια από πιθανή κατολίσθηση- και στήσαμε τη σκηνή μας κάτω από ένα αρμυρίκι. Ταχτοποιήσαμε τα μπαγκάζια μας και βουτήξαμε γυμνοί στην πεντακάθαρη θάλασσα για να ξεπλύνουμε τον ιδρώτα, ενώ ο Αλέκος ξεκίνησε για το υποβρύχιο κυνήγι του.
Οταν βγήκαμε, ξαπλώσαμε με τον Μίλτο στην άμμο, κάτω απ’ τις τελευταίες απαλές ακτίνες του απογευματινού ήλιου, για να στεγνώσουμε και μετά ανάψαμε τη φωτιά, όπως είχαμε μάθει μικροί στην κατασκήνωση των προσκόπων, για να είναι έτοιμα τα κάρβουνα όταν θα έφερνε τα ψάρια ο Αλέκος.
Εφερε τρία, ένα για τον καθένα, διαφορετικά, αλλά περίπου ίδιου μεγέθους. Ανέλαβα να τα καθαρίσω εκεί που σκάει το κύμα, κι έθαψα τα εντόσθιά τους στην άμμο.
Είχε σουρουπώσει όταν ξεκινήσαμε το δείπνο μας, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, που είχε ξεπροβάλει ολόγιομο. Το πρώτο από τα δύο φεγγάρια του Αυγούστου.
Μετά ξαπλώσαμε στην άμμο και, μέσα στο διάφανο σκοτάδι, περιδιαβαίναμε τον ουρανό συνοδεύοντας το μεγαλόπρεπο θέαμα με τις ιστορίες που μου έλεγε ο παππούς μου τις νύχτες που φυλούσαμε τα καρπούζια στο μποστάνι, για το φωτεινό ποτάμι του γαλαξία και για τα αστέρια που έλαμπαν στον ουράνιο θόλο.
Ηταν πολύ αργά όταν μπήκαμε στη σκηνή για να κοιμηθούμε.
Το πρωί με ξύπνησαν φωνές και γέλια, κουβέντες σε διάφορες γλώσσες, τρεχαλητά παιδιών κι ο θόρυβος απ’ το μπαλάκι όταν το χτυπούν οι ρακέτες.
Ανοιξα το φερμουάρ της σκηνής, έβγαλα το κεφάλι μου και τι να δω!
Δεκάδες τουρίστες σκορπισμένοι στην ακρογιαλιά έκαναν το μπάνιο τους, απολάμβαναν το ήλιο, έπαιζαν παιχνίδια κι έχτιζαν πύργους στην άμμο με τα παιδιά τους. Στον μικρό μόλο είχε πλευρίσει ένα καΐκι και στο καλύβι υπήρχε ζωηρή κίνηση.
Φόρεσα το σορτσάκι μου και τράβηξα προς τα εκεί για να μάθω τι συμβαίνει.
Οι δύο γιοι του ψαρά που είχε το καλύβι, είχαν κληρονομήσει το καΐκι του, αλλά δεν το χρησιμοποιούσαν πια για να ψαρεύουν ψάρια, μα για να ψαρεύουν τουρίστες απ’ την προκυμαία του Πυθαγορείου, για ημερήσια εκδρομή σε ερημική παραλία.
Τους έφερναν, λοιπόν, στον μικρό όρμο που ήταν το καλύβι του πατέρα τους και τους αμολούσαν στην παραλία. Οσο αυτοί απολάμβαναν το μπάνιο, την ηλιοθεραπεία και τα παιχνίδια τους, τα δύο αδέρφια και οι βοηθοί τους άναβαν την ψησταριά που είχαν χτίσει στην αυλή του καλυβιού, έψηναν από μια μπριζόλα για τον καθένα, τηγάνιζαν πατάτες στη φριτέζα που δούλευε με γεννήτρια, έκοβαν σαλάτες και ψωμιά, έφερναν απ’ το καΐκι, σε φορητά ψυγεία, αναψυκτικά και μπίρες κι όταν, περασμένο μεσημέρι πια, όλα ήταν έτοιμα, τους καλούσαν με την μπουρού για φαγητό.
Καθισμένοι στα πεζούλια και στο έδαφος -όπως στα πικ-νικ στα πάρκα της πατρίδας τους- οι τουρίστες έτρωγαν σε πλαστικά πιάτα και με πλαστικά μαχαιροπήρουνα, τις μπριζόλες τους και τα συνοδευτικά τους κι έπιναν, σε πλαστικά ποτήρια, το αναψυκτικό ή την μπίρα τους, ενώ απ’ το τεράστιο κασετόφωνο που ήταν κρεμασμένο στο χαμηλότερο κλαδί του γειτονικού δέντρου, ακούγονταν νησιώτικα τραγούδια.
Το πανηγύρι τέλειωνε με μια φέτα καρπούζι για τον καθένα. Μετά, έπιναν σε πλαστικά ποτηράκια τον καφέ που είχαν φροντίσει να φέρουν σε θερμός οι διοργανωτές της εκδρομής.
Μια πλαστική προσομοίωση πανηγυριού.
Νωρίς το απόγευμα, τους ανέβαζαν ξανά στο καΐκι για το ταξίδι της επιστροφής.
Το μόνο καλό ήταν ότι φεύγοντας δεν άφηναν πίσω τους κανένα σημάδι από το πέρασμά τους.
Δεν αντέξαμε για πολύ σ’ αυτήν την καθόλου έρημη ερημική παραλία. Δύο μέρες μετά, όταν ήρθε ο πατέρας του Αλέκου να δει πώς τα πάμε, μαζέψαμε τα συμπράγκαλά μας κι ανεβήκαμε στο καΐκι.
Το όνειρο των διακοπών σε έρημη ακρογιαλιά έμεινε ανεκπλήρωτο.
Από τον Γιώργο Βοϊκλή
Ειδήσεις σήμερα
Χανιά: Ταυτοποιήθηκε ο δράστης που σκότωσε και διαμέλισε 26χρονο με μπαλτά
Καιρός: Επιστροφή του καύσωνα από σήμερα – Οι περιοχές που θα «χτυπήσουν» 40άρια [Βίντεο]
Μοίρες: Φωτιά σε σπίτι από έκρηξη υγραερίου – Με σοβαρά εγκαύματα μητέρα και κόρη